12345

..

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΘΑΝΑΣΗ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ (Parallaxi Magazine September 1, 2020 )

 Με το Θανάση μας ενώνει μια κοινή αγάπη. Το Μεταξοχώρι. Ξενομερίτες και οι δυο, από τον Τύρναβο εκείνος, από τη Θεσσαλονίκη εγώ, βρεθήκαμε σε αυτό το χωριό του Κισσάβου. Εκείνος το έκανε μόνιμη κατοικία και τον ζηλεύω για αυτό, εγώ τόπο αποδράσεων, προς το παρόν. Την τελευταία Παρασκευή του Αυγούστου, συναντηθήκαμε στην αυλή του ωραίου ξενώνα, του κοινού μας φίλου Ρούλη Σουλιώτη, για μια χαλαρή κουβέντα. Λίγες μέρες πριν από ένα μεγάλο στοίχημα που έχει βάλει. Μετά από απουσία δυο χρόνων από τα live να οργανώσει μια διαδικτυκακή live συναυλία με εισιτήριο. Ένα στοίχημα που αν πετύχει θα αλλάξει πολλά αυτό το χειμώνα για όλους τους Έλληνες μουσικούς. Με μοναδικό soundtrack τα τρυζόνια, τα σκυλιά που αλιχτούσαν μακριά και τον αέρα που κατέβαινε από το δάσος, η ηχογράφηση ξεκίνησε. 

-Διάλεξα το χωριό γιατί μου άρεσε. Το σκεφτόμουν για τόπο κατοικίας. Μεγάλωσα στις παρυφές του Τυρνάβου, να βρέχει και να μυρίζει  το χώμα κάτω. Έκανα τα παιχνίδια μου μόνος.  Αγάπησα την ύπαιθρο. Το καλό είναι πως ήθελε και η γυναίκα μου να φύγει και μόλις βρήκαμε ευκαιρία…Ήταν μια από τις καλύτερες κινήσεις που κάναμε στη ζωή μας αυτή που φύγαμε από διαμέρισμα. Μια οικοδομή στη Λάρισα που δεν πλήρωναν τα κοινόχρηστα, αναγκαστήκαμε να βάλουμε σόμπα, παρκάρισμα δεν βρίσκαμε…Στο τέλος της ζωής θα πάω να μονάσω στο Μεγαλόβρυσο, στο στούντιο, θα φτιάξω πολεμίστρες να μην πλησιάζει κανείς και θα πάω εκεί πάνω, μοναχόλυκος (γελάει). Το βουνό με τραβάει περισσότερο. Έχει μεγαλύτερη ποικιλία, συναντάς περισσότερα πράγματα. Στη θάλασσα αν βουτάς θα δεις. Αν είσαι σαν εμένα που θες πουρνάρι για να πιάνεσαι…Η θέα της θάλασσας είναι κορυφαία. Όταν την ατενίζεις γίνεσαι αγαθός. Ακόμα και ο πιο κακός άνθρωπος να είσαι αν κοιτάς το πέλαγος είσαι σαν μικρό παιδί.  Το βουνό έχει άλλα. Όταν περπατάω νύχτα, ο αέρας που περνά μέσα από το δάσος μου δίνει την αίσθηση ότι είμαι μηδαμινός, μόνος σε όλο το σύμπαν. Σε βάζει στη θέση σου. Μοναδικό συναίσθημα. Σε κάνει να νοιώθεις ταπεινός. Σαν να σου μιλάει το σύμπαν. Ειδικά το χειμώνα τη νύχτα, αν ακούσεις στο δάσος τον αέρα, σου φεύγει η σάρκα και μένουν μόνο τα κόκαλα. Το βουνό και η θάλασσα θέλουν σεβασμό. Μια μέρα βγήκαμε στο δάσος με το σκύλο μου τον Πέπε, το όνομα από τον πρώην πρόεδρο της Ουρουγουάης. Ένας ελληνικός ποιμενικός. Ξεμακρύναμε λοιπόν στο δάσος και ακολούθησε ένα μονοπάτι, απογευματάκι. Δεν είχα και μπαταρία στο κινητό. Ακολουθήσαμε στην αρχή τη σήμανση, μετά χαθήκαμε σε μια ρεματιά. Λέω κάπου θα μας βγάλει. Πήρα τον Πέπε αγκαλιά περάσαμε κάτι βάθρες μετά τίποτε. Λέω θα ακολουθήσω το σκύλο, αυτός όμως περνούσε κάτω από τους θάμνους εγώ με τίποτε. Νύχτωνε. Σκέφτηκα θα με ψάχνουν. Κάποια στιγμή έχασα το σκύλο, λέω την κάτσαμε. Όταν επέστρεψε άρχισα να έρπω μαζί του για να βγω, τα πουρνάρια και τα κλαδιά μου ξέσκιζαν τα ρούχα. Με τα πολλά βγήκαμε στο μονοπάτι. Ένοιωσα εγκλωβισμένος. 

AD -Παιδί διάβαζα πολύ. Οι πιο ωραίες μου αναμνήσεις είναι να μου φέρνουν δώρο βιβλίο να το μυρίζω να το πιάνω. Οι γονείς μου δεν είχαν τελειώσει καν το δημοτικό, ήταν αγράμματοι άνθρωποι. Εμένα κάλπαζε η φαντασία μου. Τα τελευταία χρόνια αρχίζω να διαβάζω και μετά αφαιρούμαι δεν μπορώ να συγκεντρωθώ. Με στεναχωρεί πολύ. Διαβάζω μηχανικά. Μόνο η ποίηση δεν είναι έτσι πια. Δεν απαιτεί συγκέντρωση. -Ο τόπος δεν με χωρά πάντα όπου και αν είμαι. Με βοηθά η μουσική σε αυτό το πράμα, εμφανίζει έναν άλλο τόπο, αφηρημένο και ανοιχτό. Εγκλωβίζομαι στα στιχάκια μόνο. Στη μουσική δεν το νοιώθω, γιατί είναι αφηρημένος χώρος, δεν εξαντλείται. Καθώς μεγαλώνω διαπιστώνω ότι τα πράγματα που μπορείς να περιγράψεις στους στίχους δεν είναι απεριόριστα. Όσο και αν το δεις από άλλες οπτικές. Αν θες να είσαι τίμιος ότι νέο κάνεις πρέπει να είναι αντάξιο όσων ήδη έχεις κάνει. Δεν γίνεται να το έχεις φτάσει σε ένα επίπεδο και μετά να κατρακυλήσεις. Είμαι αντικειμενικός με τον εαυτό μου. Καταλαβαίνω ότι δεν μπορώ να βγάλω κάτι που να αξίζει. Έχω τρικάκια για να βγαίνω από τα αδιέξοδα. Καταφεύγω ας πούμε στην ποίηση που γίνεται μακελειό. Προτιμώ ποιητές του εξωτερικού που δεν είναι Έλληνες, παίρνω τη μετάφραση, την κεντρική αίσθηση του ποιήματος και κάνω κάτι νέο με δικά μου στιχάκια μέσα. Ας πούμε στο δίσκο που ετοιμάζουμε τώρα με το Σωκράτη (Απροστάτευτος), η λατινοαμερικάνικη ποίηση, που μου αρέσει πολύ καθώς έχει αυτό το μαγικό ρεαλισμό, η ανάμειξη του φανταστικού με το ρεαλισμό, μπλέκεται καθώς βάζω και δικές μου σκέψεις. Όταν διάβασα το ”Βιβλίο της ανησυχίας” του Πεσόα, την ”Ηλιόπετρα” του Οτάβιο Πας, κρατώ ας πούμε ένα στιχάκι. Αυτό με βοηθά να ξεφεύγω. Άλλος τρόπος απόδρασης μου είναι να ακούω στο repeat για ώρες μια μουσική που μου αρέσει πολύ. Εμμονικά. Αυτό μου δημιουργεί ένα δυνατό συναισθηματικό τοπίο από όπου προκύπτουν στιχάκια. -Και οι ειδήσεις μπορεί να μου γεννήσουν έμπνευση. Κάποτε διάβασα στο Βήμα Science ένα μικρό κείμενο που έλεγε ”Πρόσκληση σε δείπνο κυανίου”. Μια πεταλούδα μαύρη με λευκά στίγματα. Η πεταλούδα heliconius sara είναι το μοναδικό πλάσμα που πηγαίνει και τρώει τα φύλλα από το passion fruit που έχει κυάνιο. Όλα τα άλλα ζώα το αποφεύγουν. Αυτή η πεταλούδα όταν είναι ακόμα κάμπια πηγαίνει και τρώει κυάνιο και αυτό τη βοηθά να γίνει μια όμορφη πεταλούδα. Σκέφτηκα ότι εκεί που άλλοι βρίσκουν το θάνατο αυτή βρίσκει την ομορφιά. Μου άρεσε και ο τίτλος έκανα λοιπόν ένα τραγούδι για τη Σάρα, στην αρχή ήταν για την πεταλούδα, μετά για κάθε γυναίκα. Χρησιμοποίησα τον τίτλο σε ολόκληρο το δίσκο. Μια άλλη φορά ήταν αυτό που έγινε με ένα κοριτσάκι 4 χρόνων στον Έβρο που τη βρήκαν να περιφέρεται κοντά στο πτώμα του πατέρα της. Την πέρασε από το ποτάμι και μετά πέθανε από το κρύο. Αυτή η εικόνα ένα κοριτσάκι 4 χρόνων στο πουθενά, που δεν ξέρει τίποτε, ούτε τη γλώσσα με το νεκρό της πατέρα ήταν συγκλονιστικό και μετά από καιρό έγραψα (Τάλα). Αλλά και με τον Χομαγιούν και Βακάρ, δυο Πακιστανούς τους πάτησε το τρένο όταν πήγαν να βοηθήσουν ένα ηλικιωμένο ζευγάρι, εγκλωβισμένων στις γραμμές. Τους απελευθέρωσαν και μετά πέθαναν. Μετά θάνατο τους παρασημοφόρησαν. Δεν είμαι όμως χρονογράφος, δεν είμαι επίκαιρος. Εικόνα: Γιώργος Μαγκουρας -Δεν κάνω ποτέ κάτι επιτηδευμένα. Έχω το σύστημα Φιλακούρη, του παλιού ποδοσφαιριστή. Μεγάλος καλαμπουρτζής. Μια Κυριακή μάζεψε τους ποδοσφαιριστές, όταν ήταν προπονητής σε μια ομάδα βήτα Αθηνών και τους είπε: Μάγκες σήμερα θα παίξουμε με το σύστημα τα τρία. Κοιτάζονται μεταξύ τους, δάσκαλε ποιο σύστημα είναι αυτό δεν μας το έμαθες; Και ο Φιλακούρης: Κου-του-ρου ρε μαλάκες! Έτσι κινούμαι στο χώρο της μουσικής. Στο στίχο οι σπουδές και τα διαβάσματα με οδηγούν κάπου. Αλλά στη μουσική είμαι τελείως πρωτόγονος. Για αυτό όταν με εντάσσουν στο έντεχνο λέω όχι παιδιά εγώ είμαι στο άτεχνο. -Αυτό το καλοκαίρι θα μας αφήσει σημάδια. Και δεν ξέρω αν θα είναι το μοναδικό. Επηρέασε τις ανθρώπινες σχέσεις που είναι πάρα πολύ σημαντικό. Και επειδή οι ανθρώπινες σχέσεις είναι τα καλύτερα τραγούδια που γράφτηκαν ποτέ καταλαβαίνεις. Έχει επηρεάσει τον τρόπο που γράφουμε τα τραγούδια. Με πέτυχε στη διαδικασία να κάνω 3 δίσκους. Αυτόν που κάνω με το Σωκράτη (Απροστάτευτος) έναν με ορχηστρικά και έναν με παιδιά από τη Λάρισα, νέους μουσικούς. Μας έβαλε φρένο. Δεν το βάζω κάτω. Και με το δημιουργικό και τις εμφανίσεις, είχα να παίξω δυο χρόνια, θα έβγαινα. Αποφάσισα να κάνω live streaming. Ακύρωσα τα ζωντανά. Βλέποντας να πηγαίνουν τα πράγματα άσχημα, το να παίξω με 3500 στο Κατράκειο δεν μου φαινόταν σωστό. Δεν θα θελα να γίνω αιτία να κολλήσουν άνθρωποι. Σε μια εποχή που ρίχνουν τις ευθύνες στους καλλιτέχνες…Δεν θα μου άρεσε επίσης να είμαι πάνω να τραγουδάω και να είναι κάτω 3000 άνθρωποι με μάσκες. Θα ήταν εντελώς παράξενο και ξενέρωτο. Άσε που τα νέα παιδιά βράζει το αίμα τους και δεν συγκρατούνται. Αποφάσισα να κάνω ότι πιο κοντινό. Σε εμφάνιση. Θα το κάνω πρώτη φορά. Θα είναι παράξενο να μην υπάρχει κοινό εκεί. Θα έχω 2,3,4 άτομα απέναντι, τουλάχιστον να μιλάω σε αυτούς και θα έχω στο νου μου τον κόσμο που θα ακούει από την οθόνη. Στην Ελλάδα δεν έχει ξαναγίνει να υπάρχει ένα κανονικό σχήμα με 8 άτομα στη σκηνή, 4 τεχνικοί, ο γιος μου 3-4 άτομα που θα τραβάνε, φώτα. Θα το έκανα εδώ στο Μεγαλόβρυσο όμως δεν έχουμε ταχύτητες καλές. Θα το κάνω στην Αθήνα. –Με το Σωκράτη Μάλαμα έχουμε εκλεκτικές συγγένειες. Πολλά κοινά σημεία όσον αφορά την αισθητική άποψη για τα πράγματα. Είναι ξηγημένος άνθρωπος, πολύ καλός άνθρωπος. Βέβαια δεν είναι πάντα το μόνο μου κριτήριο στις συνεργασίες. Αν ας πούμε έχω τραγούδια έτοιμα και έχω να διαλέξω ανάμεσα σε έναν με φοβερή φωνή που θα με κάνει να ανατριχιάσω και έναν άλλο που είναι καλύτερος άνθρωπος αλλά δεν θα τα πει το ίδιο. Επειδή βάζω την τέχνη πάνω από όλα θα διαλέξω τον πρώτο. Ο Σωκράτης τα έχει και τα δύο, και για αυτό έχει μεγάλη διάρκεια. Έχω και απωθημένα. Ας πούμε το να συνεργαστώ με τον Ξυλούρη. Έπαιρνε τραγουδάκια απλά και τα απογείωνε. -Η κατάσταση στην οποία έχουν περιέλθει οι άνθρωποι του πολιτισμού στην Ελλάδα είναι απίστευτη. Για μένα είναι απλά εξηγήσιμο. Ο πολιτισμός ότι αποτέλεσμα έχει το έχει σε βάθος χρόνου. Οι πολιτικοί ποντάρουν σε πράγματα που αποδίδουν για αυτούς όσο πιο γρήγορα γίνεται για να καρποφορήσουν. Για αυτό δεν ποντάρουν στον πολιτισμό. Οι περισσότεροι από όσους ασχολούνται με την πολιτική δεν έχουν σχέση με τον πολιτισμό. Δεν είναι πολιτισμένοι. Όπως έλεγε ένας μεγάλος τούρκος μουσικός η μουσική είναι βαθύς στοχασμός πάνω στην ανθρώπινη κατάσταση. Η μουσική και η τέχνη σε σπρώχνει να στοχαστείς. Ο άνθρωπος που στοχάζεται θέλει να έχει ελευθερία για να το κάνει. Δεν μπορείς να στοχάζεσαι χωρίς να νοιώθεις ελευθερία. Επομένως αργά και βασανιστικά η τέχνη οδηγεί, όχι όλους, ας πούμε οι Γερμανοί που έκαναν εγκλήματα άκουγαν κλασική μουσική. Η μουσική μπορεί να οδηγήσει στην ελευθερία. Και τότε γίνεσαι ατίθασος απέναντι στο σύστημα. Τα συστήματα προσπαθούν να περιορίσουν τις ελευθερίες σου. Αυτή είναι η ουσία της περιφρόνησης των ανθρώπων της Τέχνης. Σε άλλες βόρειες χώρες ενισχύουν μέσα στην πανδημία τους καλλιτέχνες. Καμία σχέση με το μηδαμινό που έδωσαν εδώ. Πάρα πολλοί άνθρωποι είναι σε απόγνωση, με οικογένειες χωρίς καθόλου εισοδήματα εδώ και τόσους μήνες. Δεν ενδιαφέρονται. Η Πολιτεία υπάρχει για να φροντίσει οι πολίτες της να ζήσουν όσο πιο καλά και ευτυχισμένοι γίνεται. Το έχεις δει ποτέ να συμβαίνει αυτό; Όλα αυτά τα μορφώματα που κυβερνούν γίνονται αυτοσκοπός. Σε σχέση με τη πλέμπα έχουν ευεργετήματα οι ίδιοι. Επειδή δεν έχουν πνευματικότητα, δεν προσπάθησαν να ανελιχθούν. Θέλουν τα πλεονεκτήματα που έχουν να τα διατηρήσουν. Με κάθε τρόπο. Θα τα διατηρήσουν με την καταπίεση, την αδιαφορία. Προσπαθώ να μην κάθομαι με σταυρωμένα χέρια και να περιμένω τίποτε από αυτούς. Εικόνα: Γιώργος Μαγκουρας -Το να λες τόσο ανοικτά την άποψη σου για τα πράγματα είναι κάπως δίκοπο μαχαίρι. Το ότι γράφει κάποιος κάποια τραγούδια δεν σημαίνει ότι έχει κάποιο λόγο να μιλά συνεχώς. Δεν βρίσκω ότι έχει νόημα. Αρκετές φορές διστάζω για το ότι ίσως όταν εκφράζω προσωπικές απόψεις μοιάζει ότι χρησιμοποιώ την αγάπη που έχει ένας συγκεκριμένος κόσμος για τα τραγούδια μου να τη χρησιμοποιήσω για να περάσω τις απόψεις μου. Δεν μου αρέσει και δεν το θέλω. Από την άλλη μεριά κάθε δημιουργός και καλλιτέχνης είναι και κοινωνικό ον. Η τέχνη είναι απελευθερωτική και παρηγορητική. Αν θες σαν δημιουργός να είσαι αντάξιο του έργου σου πρέπει η ζωή και το έργο σου να έχει αντιστοιχία με αυτό που κάνεις, πχ τα τραγούδια σου, άσχετα αν είναι πολιτικά ή όχι. Δεν μπορεί να είσαι ζαμανφουτίστας ή απάνθρωπος. Δεν μασάω τα λόγια μου, αν είναι να πω κάτι δεν φοβάμαι τίποτε. Πολλές φορές το πληρώνω. Ας πούμε όταν πήρα θέση υπέρ της Συμφωνίας των Πρεσπών, γιατί όπως η μουσική ενώνει τους ανθρώπους, ενώ τα πιο πολλά πράγματα τους χωρίζουν, θεώρησα ότι όταν δυο γειτονικοί λαοί σε καιρό ειρήνης κατάφεραν να κάνουν μια συμφωνία, το θεώρησα συγκινητικό και ανθρώπινο. Δυο χώρες βρήκαν μια άκρη με αμοιβαίες υποχωρήσεις. Το τι άκουσα…Είναι φοβερό το τι σκοτεινιά μπορεί να έχει άνθρωπος μέσα του. Γράφουν συνέχεια, με λένε προδότη, γράφουν για τα παιδιά μου, απειλούν…Άβυσσος η ψυχή… Άτομα που δεν έχουν επήρεια σαν μονάδες, λειτουργούν μαζικά. Ο άνθρωπος δεν έχει αντιληφθεί πως μπορεί να φτιαχτεί μια είδηση. Ειδικά οι μεγαλύτεροι άνθρωποι γίνονται αναμεταδότες ψεμάτων που κατακλύζουν τον κόσμο. Συνωμοσιολογίες, μαχητές, τσιπάκια. Ο Αϊνστάιν το έλεγε δυο πράματα είναι άπειρα το σύμπαν και η βλακεία. Για το πρώτο δεν είμαι τόσο σίγουρος! Η συνωμοσιολογία και ο ανορθολογισμός αναπτύχθηκε λόγω του φόβου, του ανοίκειου, του αδιανόητου που ο άνθρωπος δεν μπορεί να το διαχειριστεί. Πρέπει να κάνεις μεγάλη προσπάθεια με τον εαυτό σου για να βρεις μια άκρη. Οι περισσότεροι βρίσκουν εύκολα αποκούμπια. -Τον κόσμο κυβερνούν πια τρελοί. Ζούμε φοβερές εποχές δεν το περίμενα ποτέ. Την κάτσαμε άσχημα. Και που να πας; Και εδώ ακόμα καταδικαστήκαμε να ζήσουμε μεσαίωνα. Από την άλλη πλευρά βλέπω παιδιά διαμάντια που έρχονται στις συναυλίες. Συγκρίνοντας με τη δική μου εποχή, έχω λίγη αισιοδοξία. -Είμαι από τη φύση μου ντροπαλός και μαζεμένος. Τέλειωσα το πολυτεχνείο στη Θεσσαλονίκη και δεν με θυμάται κανένας. Δεν πήραν μυρωδιά ότι ήμουν εκεί. Δεν πήρα ποτέ το λόγο σε συνέλευση γιατί φοβόμουν ότι θα γυρίσουν και θα με κοιτάξουν. Όταν πήρα το πτυχίο ακριβώς στην πενταετία, ήμασταν λίγοι, οι πιο πολλοί έγιναν καθηγητές πανεπιστημίου, με κοιτούσαν και αναρωτιόταν: αυτός που ήταν τόσα χρόνια; Πολύ συνεσταλμένος. Μόνος μου έβγαζα ένα κομμάτι μουσικό μια χαρά και όταν πήγαινα να το γράψω στο κασετόφωνο, ολομόναχος, ντρεπόμουν τόσο πολύ που έκανα λάθος και έλεγα, πρώτη δοκιμή, δεύτερη δοκιμή, νιοστή δοκιμή…Όταν πήγαινα γιόγκα κάποτε ήρθε η ιδρύτρια στη Λάρισα, η Σουάμιτζι, εγώ ντρεπόμουν πολύ, καθόμουν πίσω πίσω, κάποια στιγμή ζήτησε να μου μιλήσει, της είχαν πει ότι γράφω τραγούδια, θα μας παίξεις κάτι; Της λέω δεν υπάρχει περίπτωση έχω τρακ. Γυρίζει και μου λέει: Δεν ξέρεις μπροστά σε πόσο κόσμο θα παίζεις σε λίγα χρόνια. Την πρώτη φορά που έπαιξα εδώ σε μια αίθουσα ήταν πανωλεθρία. Είχα ένα κομμάτι το Ματσιφτάρι, σε μια διάλεκτο τα μαστόρικα, τη διάλεκτο που μιλούσαν οι πετράδες μεταξύ τους. Ματσιφτάρι είναι το σκατό και το τραγούδι μιλά για τη δυσκοιλιότητα. Το έπαιξα το κομμάτι και έκανα ένα σφάλμα να το εξηγήσω. Εκεί άρχισα να καταλαβαίνω τι βλακεία έκανα από την έκφραση στα πρόσωπα τους που άκουγαν να τους λέω για το σκατό. Πανωλεθρία. Τραυματική εμπειρία και με τη Μελίνα Κανά στην Αίγλη στη Θεσσαλονίκη δεν έβγαινε η φωνή μου από το στόμα. Όταν βγήκε η Μελίνα πήγα στα παρασκήνια βρήκα ένα ποτηράκι ουίσκι και πάνω στην απελπισία μου το κατέβασα, ποτέ δεν είχα πιει ουίσκι και έτσι τραγούδησα. Έκανα δυο σκέψεις και με απελευθέρωσαν και δεν έχω πια άγχος για τον κόσμο που είναι απέναντι μου. Η πρώτη σκέψη είναι πως η μεγάλη πλειονότητα του κόσμου που έρχεται να με ακούσει δεν είναι θηρία που έρχονται να με κατασπαράξουν αλλά άνθρωποι που έρχονται με περιέργεια και αγάπη. Και η άλλη σκέψη που έκανα είναι πως τη στιγμή που εγώ νομίζω πως κάνω κάτι σημαντικό στη σκηνή συμβαίνουν τόσα πραγματικά σημαντικά πράγματα στον κόσμο που…Χαλάρωσε λέω Θανάση. Έτσι ξεπέρασα το άγχος με το κοινό. -Βαριέμαι εύκολα τα τραγούδια μου τα ίδια. Να παίζω και να τραγουδάω διαρκώς. Μου αρέσουν τα αναπάντεχα, ακόμα και τα δυσάρεστα. Δεν θέλω προγραμματισμένα πράγματα πάνω στη σκηνή. Δεν βγαίνουμε ποτέ χύμα, κάνουμε σκληρή πρόβα και ένα μήνα, συνεργάζομαι με δημιουργικούς μουσικούς, που αφού μάθουν τα κομμάτια παίρνουν την προσωπική ευθύνη να ξεφύγουν από αυτό που έγινε στην πρόβα. Καμία εμφάνιση δεν είναι ίδια με την άλλη. Αυτό έχει και πολλά θετικά. Πολύς κόσμος έρχεται σε πολλές συναυλίες είναι σαν να βλέπει άλλο πράμα. Οι μουσικοί νοιώθουν μια ελευθερία και προσφέρουν περισσότερο από ότι να παίζαν σε κάτι στημένο. Ακόμα και αν κάποιος δεν είναι σε καλή κατάσταση τον σηκώνουν οι άλλοι. Δεν βαριόμαστε ποτέ και η ελευθερία και ο συντονισμός που προκύπτει μας κάνουν να φτάνουμε καμιά φορά στην υπέρβαση. Έχει και κινδύνους. Αν δεν συντονιστούμε θα ξωκείλει. Είμαστε σε τεντωμένο σκοινί. Μπορεί να πέσουμε. Και έχει συμβεί και αυτό. Έχουμε σκαμπανεβάσματα. Όμως αυτό το προτιμώ. Νοιώθω πολύ καλά πια με τον κόσμο. Δεν υποδύομαι κανένα ρόλο εκείνη τη στιγμή. Είμαι ο εαυτός μου. Ούτε σταρ ούτε κριθάρ. Όταν πάει να δημιουργηθεί μια κατάσταση αποθέωσης ρίχνω την καρδάρα με το γάλα. Με υποσκάπτω. Όλο το οικοδόμημα. Μπορεί να είμαι κουρασμένος επειδή παίζουμε ώρες αλλά κάθομαι πάντα και μιλάω με όλους μετά. Θέλω να σπάει ο μύθος. Βλέπουν έναν άνθρωπο με λαρισαίικη προφορά…Στην ουσία όλο αυτό το πράμα και η μουσική και οι συναυλίες είναι για να γνωρίσει ο κόσμος εμένα και γω τον κόσμο. Οι προσωπικές σχέσεις είναι τα καλύτερα τραγούδια. Να έρθουμε κοντά, να γίνουμε φίλοι. Οι φίλοι δεν έχουν στεγανά. -Δεν θεωρώ ότι είμαι 100% δημιουργός όσων κάνω. Όλο το ανθρώπινο είδος συνωμοτεί για να τα κάνω αυτά τα τραγούδια. Μου δόθηκε ένα χάρισμα να κρατάω την αναπνοή μου και να βουτάω στο συλλογικό ασυνείδητο και να βγάζω στην επιφάνεια ότι συγκεντρώνεται στην πορεία του ανθρώπινου είδους προς το χάος. Νοιώθω κάπως σαν ενδιάμεσος. Για να το κάνω πιο οικείο λέω το εξής: Όπως υπάρχουν τα υπόγεια νερά που βρίσκουν ρωγμές και αναβλύζουν και δεν μπορεί να κοκορευτεί ο βράχος ότι νερό είναι δικό του, έτσι ένα συμπαντικό ποτάμι που δημιουργείται από τα συναισθήματα του ανθρώπινου είδους βρίσκει ρωγμές σε κάποιους ανθρώπους και αναβλύζει. Έτσι μπορεί απλά να έβγαλα εγώ στην επιφάνεια κάτι που έτυχε να φτάσει σε μένα μέσα από ταξίδι χιλιάδων χρόνων. -Με προβληματίζει η στιγμή που δεν θάχω πια έμπνευση γιατί έχει γίνει σαν την αναπνοή μου, με στηρίζει στο δύσκολο δρόμο της ζωής, αλλά κάποια στιγμή αργά ή γρήγορα θα γίνει. Τώρα λέω ότι το αποδέχομαι ότι θα συμβεί. Όταν θα ρθει θα δούμε… -Όπως τα νησιά είναι ξεχωριστά μεταξύ τους και τόσο διαφορετικά έτσι είναι και οι άνθρωποι. Αν αποκτήσεις επίγνωση της ύπαρξης σου θα αποκτήσεις και για τους άλλους. Δεν έφτασα ποτέ σε επίγνωση, δεν κατάφερα να πετάξω από το μυαλό μου τα σκουπίδια. Ο νέος δίσκος με το Σωκράτη Μάλαμα, Απροστάτευτος θα κυκλοφορήσει μέχρι το Νοέμβριο. Το Σάββατο 5/9, στις 21:30, ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου δίνει την πρώτη του διαδικτυακή συναυλία, στο estage.gr, μετά από δυο χρόνια απουσίας από τα live. ”Τον τίτλο «Απροστάτευτος» τον επιλέξαμε για προφανείς λόγους, και, επίσης γιατί έτσι θα ονομαστεί και ο νέος δίσκος που ετοιμάζει ο Θανάσης με ερμηνευτή τον Σωκράτη Μάλαμα.



ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ 12.09.2017 POPAGANDA

Γιάννης Αγγελάκας και Παύλος Παυλίδης μαζί για 4 συναυλίες!

Γιατί αποφασίσατε τώρα να παίξετε μαζί;

Γιάννης Αγγελάκας: Ωραία, να μιλήσω εγώ;
Παύλος Παυλίδης: Παρακαλώ…
ΓΑ: Πέρυσι βρεθήκαμε δυο-τρεις φορές σε κάποια φεστιβάλ από σύμπτωση, χωρίς να το σχεδιάσουμε. Όποτε βρισκόμασταν λοιπόν, έβγαινε κάτι ωραίο.
ΠΠ: Υπήρχε ωραίο κλίμα. Έβλεπες τις δύο ομάδες να χαίρονται που συναντιούνται. Δεν ξέρω αν οφείλεται στο ότι κάποιοι είναι φίλοι έτσι κι αλλιώς, αλλά φαινόταν ότι περνούσαμε καλά.

ΓΑ: Εν πάση περιπτώσει, όταν παίζαμε με τον Παύλο, η βραδιά είχε μια άλλη ατμόσφαιρα. Και για εμάς αλλά και για τον κόσμο που ήταν σε άλλο mood, ακούγοντας δυο πράγματα που είναι πάνω-κάτω της ίδιας κουλτούρας. Η φόρα λοιπόν που μας οδήγησε να αποφασίσουμε να κάνουμε τις φετινές συναυλίες έχει να κάνει απλά με το να χαρούμε κι άλλο.
ΠΠ: Ακριβώς. Απλά θέλαμε να είμαστε και πάλι παρέα όπως πέρυσι το καλοκαίρι.
ΓΑ: Η όποια αίσθηση ιστορικότητας είναι κάτι που προέκυψε από τον κόσμο. Δεν μας αφορούσε καθόλου αυτή η σκέψη. Την κατανοούμε όμως, είναι λογικό και όμορφο να σκέφτεται ο κόσμος τη δεκαετία του 90, τότε που παίζαμε και οι Τρύπες και τα Σπαθιά, και που νόμιζαν κάποιοι ότι κοντράραμε λίγο. Εντάξει, ήταν λίγο μοιρασμένα τα ακροατήρια, άλλοι με τις Τρύπες και άλλοι με τα Σπαθιά. Εμείς βέβαια πάντα κάναμε παρέα και βρισκόμασταν. Θυμάμαι όμως που ο Πετρίδης είχε κάνει μέχρι και διαγωνισμό…
ΠΠ: Ναι; Αυτό δεν το ήξερα.
ΓΑ: Διαγωνισμό του στυλ ψηφίστε ποιο είναι καλύτερο συγκρότημα, τα Σπαθιά ή οι Τρύπες; Συμβαίνουν όμως μωρέ αυτά, όχι μόνο στην Ελλάδα, παντού.
 
ΠΠ: Αυτό που δεν ήξερε όμως αρκετός κόσμος είναι πως όταν βγήκαν τα Σπαθιά, τη μεγαλύτερη, ίσως, βοήθεια την είχαμε από τις Τρύπες. Οι πρώτες πρόβες που κάναμε ήταν στο στούντιο που ανήκε στις Τρύπες, εκεί, στα Λαδάδικα. Δεν ξέρω καν αν το θυμάται ο Γιάννης αυτό.
ΓΑ: Φυσικά το θυμάμαι. Εμείς εντάξει, είχαμε ήδη μια ιστορία μερικών χρόνων, οπότε όταν πρωτοβγήκαν τα Σπαθιά -βέβαια «έγιναν» πολύ γρήγορα- στις πρώτες τους συναυλίες είχαν παίξει μια-δυο φορές καλεσμένοι από τις Τρύπες.
ΠΠ: Μάλλον βοήθεια είχαμε λοιπόν από τις Τρύπες, παρά αντιπαλότητα.
ΓΑ: Βέβαια αντιπαλότητα μπορεί να μην είχαμε, αλλά το ότι υπήρχαν δύο μπάντες, βοηθούσε. Υπήρχε μία ευγενής άμιλλα.
ΠΠ: Ακούγαμε οι μεν τους δε. Εκείνη την εποχή και οι δύο μπάντες ήταν σε μεγάλη εγρήγορση. Και οι δύο μπάντες έψαχναν πολύ τον ήχο τους.
ΓΑ: Αν οι μπαμπάδες του ροκ είναι ο Σιδηρόπουλος και ο Πουλικάκος και γενικά εκείνη η γενιά, με τα Σπαθιά και τις Τρύπες αυτό που έγινε ήταν ότι το ροκ πέρασε σε πιο μεγάλα ακροατήρια. Ήταν ένα big bang και μετά ακολούθησαν κι άλλα μεγάλα σχήματα, όχι μόνο στο ροκ. Ήρθαν τα Διάφανα Κρίνα, οι Στέρεο Νόβα, οι Active Member…
ΠΠ: Μέχρι τη δεκαετία του 90 δεν υπήρχε και τόσο μεγάλη παράδοση για την παραγωγή αυτού του τύπου της μουσικής. Οπότε για όλους μας ήταν και κάτι σαν έρευνα. Και σίγουρα επηρεαζόταν η μία μπάντα από την άλλη σε σχέση με το ηχητικό αποτέλεσμα.
ΓΑ: Δεν πρέπει βέβαια να ξεχνάμε κάτι άλλο σε σχέση με τις δύο μπάντες: μπορεί τη δεκαετία του 90 να διαμορφώθηκε μία άλλη, συντηρητική Θεσσαλονίκη, όμως όταν ξεκινάγαμε εμείς, όπως και ο Παύλος με τα Μωρά στη Φωτιά, η πόλη έβραζε. Υπήρχε μία όμορφη, ζωντανή Θεσσαλονίκη που γύρω στο τέλος του 80 καταλήφθηκε από τους εθνικο-απατεώνες και χριστιανο-απατεώνες και σιγά σιγά έγινε αυτό το σκοτάδι που κράτησε δεκαπέντε χρόνια. Κάποιοι από τους τότε «ήρωες» μπήκαν και λίγο στη φυλακή…
ΠΠ: Υπήρχε μία ιδιαιτερότητα που τη ζούσαμε πολύ έντονα στη Θεσσαλονίκη. Ακριβώς επειδή είναι μικρή πόλη και το κέντρο της είναι ένα, όλοι οι μουσικοί συναντιόνταν εκεί. Όλοι τους συναντούσαν όλους. Όλοι τους ξέρανε όλους. Σε αντίθεση με την Αθήνα που αισθανόμουν ότι είχε τις φυλές της, οι οποίες μπορεί και να μην τύχαινε να συναντηθούν.
ΓΑ: Νομίζω ότι ο βασικός λόγος που στη Θεσσαλονίκη γίνονταν πράγματα και πριν από εμάς, από τη δεκαετία του 70, μέχρι και στα τέλη του 80 που άρχισε να γίνεται γεννήτρια σκυλάδικου, ήταν αυτό που λέει ο Παύλος: όλοι ήμασταν στα ίδια στέκια. Βρισκόμασταν τα βράδια, συζητάγαμε, πίναμε…
ΠΠ: Επίσης, πως να σου το πω, δεν ήταν μια πόλη που μπορούσες να χάσεις τον καιρό σου πουλώντας μούρη. Ή έλεγες κάποια πράγματα που είχαν νόημα, ή ok, δεν σου έδινε κανείς σημασία. Και φυσικά κυρίως με τις Τρύπες καταλάβαινες ότι αν ασχοληθείς πραγματικά με το πάθος σου για τη μουσική και τα τραγούδια, ίσως και να φτάσεις κάπου. Είναι σαφές ότι οι Τρύπες έριξαν το τείχος. Αυτή η μουσική άρχισε ξαφνικά να αφορά στ’ αλήθεια πολύ κόσμο.
 
ΓΑ: Το big bang έγινε το ’93 που κυκλοφόρησαν τα Εννιά Πληρωμένα Τραγούδια και η Ξεσσαλονίκη. Γι’ αυτό και τα Σπαθιά πολύ γρήγορα βρήκαν το ακροατήριό τους.
ΠΠ: Για εμάς όλο αυτό το big bang ήταν σίγουρα πιο απότομο σε σχέση με τις Τρύπες που ήταν ένα συγκρότημα ήδη δέκα χρόνων, οπότε τους ήρθε λίγο πιο φυσιολογικά όλο αυτό που συνέβη. Εμείς ίσως να το ζήσαμε λίγο πιο έντονα. Μπορεί για μένα προσωπικά να μην ήταν κάτι εντελώς καινούριο, μιας και προϋπήρξαν τα Μωρά στη Φωτιά, αλλά για τα υπόλοιπα Σπαθιά ήταν. Φυσικά ήταν απίστευτα ευχάριστο να συνειδητοποιείς ότι μάλλον θα καταφέρεις να ζήσεις από τη μουσική, χωρίς να χρειάζεται να κάνεις και άλλα πράγματα που δεν σου αρέσουν. Αυτό ήταν το μαγικό, σπουδαίο κομμάτι. Και σίγουρα ότι δίνεις και σε άλλους ανθρώπους αυτή την αίσθηση ότι μπορείς να τα καταφέρεις αν επιμείνεις και αφοσιωθείς στην ουσία των πραγμάτων.
ΓΑ: Να μην ξεχνάμε βέβαια Παύλε σε ποια εποχή συνέβαινε όλο αυτό. Ότι το lifestyle έμπαινε σε ένα μοτίβο, τα ΜΜΕ έλεγαν ότι παράγουν πολιτισμό, και όλο αυτό το πράγμα όχι μόνο από εμάς, αλλά και από επόμενες μπάντες, έγινε χωρίς να ενδώσουμε στο δικό τους παιχνίδι.
ΠΠ: Δεν συμμετείχαμε καθόλου σε όλο αυτό.
ΓΑ: Αρνιόμασταν συνεντεύξεις, εξώφυλλα… Μας θυμηθήκανε βέβαια εκ των υστέρων, αφού το πράγμα είχε συμβεί, αφού τα είχαμε καταφέρει από μόνοι μας, και όταν αποφάσισαν τα Μέσα να μας κοιτάξουν, δεν τους κοιτούσαμε εμείς. Ξέραμε ότι ήμασταν κομμάτια μιας σκηνής περήφανης και νομίζω ότι σε αυτό το μοτίβο συνεχίζουμε μέχρι σήμερα.
ΠΠ: Είχαμε βέβαια από νωρίς την αίσθηση ότι όλα έχουν ένα τέλος, κι ας κράτησαν τα Σπαθιά τόσα πολλά χρόνια. Ακόμη περισσότερα, σχεδόν διπλάσια, οι Τρύπες. Κάποια στιγμή όμως αποκτάς την επίγνωση ότι τα πράγματα έχουν κάνει τον κύκλο τους και οι ομάδες θα συνεχίσουν κάπως αλλιώς.
ΓΑ: Εγώ ήξερα ότι πάει προς τα εκεί η ιστορία. Ειδικά στην ηχογράφηση του Μέσα Στη Νύχτα Των Άλλων υπήρχε διάχυτη η ατμόσφαιρα ότι γράφουμε τον τελευταίο μας δίσκο. Μέσα στο μυαλό μου είχα αρχίσει πια να σκέφτομαι άλλους δρόμους, άλλους ανθρώπους…
ΠΠ: Κι εγώ αυτό το έζησα όταν ήμασταν στο στούντιο για να βάλουμε σε μια σειρά τον live δίσκο με τα Σπαθιά. Είχα την αίσθηση ότι ήταν η τελευταία φορά που θα ήμασταν στο στούντιο μαζί. Ήδη κι εγώ στο κεφάλι μου είχα ξεκινήσει το Αφού Λοιπόν Ξεχάστηκα… Με το που τελείωσε η ηχογράφηση με τα Σπαθιά συνέχισα στο ίδιο στούντιο κι έκανα εκείνο το δίσκο. Φαίνονται αυτά τα πράγματα…
ΓΑ: Ακριβώς, φαίνονται. Σε εμάς νομίζω ότι έβγαινε καθαρά προς τα έξω. Δεν ξέρω πόσο τυχαίο είναι ότι το τελευταίο κομμάτι στο Μέσα Στη Νύχτα Των Άλλων είναι ο «Δρόμος». Ή ας πούμε ο Χριστιανάκης, χωρίς να ρωτήσει κανέναν, έβαλε εκείνη τη μπομπίνα στο τέλος που σταματάει ξαφνικά. Τα μηνύματα ήταν εκεί. Ήταν συνειδητό το τέλος. Εμείς βέβαια συνεχίσαμε στην τραγουδοποιία. Και η συνέχεια τόσο του Παύλου όσο και η δική μου έχει μια ροή. Στις συναυλίες όμως δεν έχω πρόβλημα να παίξω κάποια τραγούδια από τότε. Θέλω απλά να παίζω τραγούδια που με συγκινούν και το ίδιο ισχύει και για τον Παύλο. Έχω μία εμμονή με κάποια τραγούδια από τις Τρύπες, που δεν τα παίζω. Ο κόσμος μπορεί να φωνάζει 20 χρόνια «ω είν’ ωραία στον παράδεισο», αλλά δεν το έχουμε παίξει ποτέ. Ή μπορεί να θέλουνε χίλια δυο άλλα τραγούδια που φωνάζουν και ζητάνε. Δεν είναι περίεργο. Έχουν γράψει ιστορία αυτές οι μπάντες. Ήταν μεγάλες οι στιγμές. Και για εμάς τους ίδιους προσωπικά, πέρα από το τι έγινε στη δισκογραφία. Δηλαδή το «Ακούω την αγάπη» και το «Θ’ ανατέλλω» θα τα παίζω μέχρι να πεθάνω.
ΠΠ: Εμένα πάντως οι φίλοι μου γκρινιάζουν ότι δεν παίζω τα πιο μεγάλα χιτ των Σπαθιών. Ας πούμε χθες μου θύμισε ο Γιάννης ότι θα ήταν καλό να παίξω τον «Βασιλιά της σκόνης», το οποίο σχεδόν έχω ξεχάσει, αν και είναι σαφώς ένα από τα μεγαλύτερα χιτ της μπάντας.
ΓΑ: Και όχι μόνο χιτ. Είναι και τραγουδάρα. 
ΠΠ: Ξέρεις, είναι και τι έχεις ανάγκη κάθε περίοδο να πεις. Ίσως κι εμείς να βιώνουμε διαφορετικά τα στιχάκια ανά περιόδους.
ΓΑ: Εγώ, ας πούμε, το «Δεν χωράς πουθενά» το ανέσυρα και το παίζουμε από την εποχή του Αλέξη (σ.σ. Γρηγορόπουλου). Όταν ένα τραγούδι έχει να μιλήσει στην εποχή, το τραγουδάς.
ΠΠ: Ξέρεις πόσο χάρηκα όταν μου είπε ο Γιάννης ότι θα πούμε μαζί το «Δεν χωράς πουθενά»; Μα είναι αυτό το κομμάτι! Και φυσικά δεν είναι μόνο το συγκεκριμένο. Είναι πολλά που μπορούν να προκαλέσουν αυτό που λες, το «τέλειο έγκλημα».
ΓΑ: Δεν το θεωρώ έγκλημα. Είναι φυσική συνέχεια. Και μου αρέσει όταν κάνεις μία συναυλία, να περιέχει όλη σου τη ζωή, όλους σου τους εαυτούς. Αρκεί να μην έχεις στο μυαλό σου ότι ο κόσμος μπορεί να περιμένει κάτι συγκεκριμένο από σένα. Αν το έβλεπα έτσι, μετά τις Τρύπες δεν θα έκανα τις συνεργασίες με τον Βελιώτη, ούτε ο Παύλος θα ξεκινούσε με το Αφού Λοιπόν Ξεχάστηκα…
ΠΠ: Νομίζω ότι και οι δύο κάναμε πράγματα που δεν ήταν στην κατεύθυνση του τι θα ζήταγε από εμάς ο κόσμος. Μη σου πω κιόλας ότι κάναμε μόνο τα πράγματα που δεν θα ζήταγε. Γιατί και οι Τρύπες και τα Σπαθιά κοντράρανε, παρά στηρίζανε, το στερεότυπο του τι ειναι ροκ συγκρότημα ή ροκ συμπεριφορά.
ΓΑ: Το υπονομεύαμε δημιουργικά. Γιατί είναι οι ζωές μας, είναι τα τραγούδια μας. Είναι όλες αυτές οι δουλειές που έχουμε κάνει τόσα χρόνια. Είναι οι τρόποι που έχουμε αυτοαναιρεθεί ή που έχουμε ξαναθυμηθεί. Εγώ χαίρομαι και γοητεύομαι κάνοντας τον κόσμο και να θυμάται και να γουστάρει, χωρίς να σκέφτομαι ότι πρέπει να το κάνω. Δεν έχει να κάνει με καμία αίσθηση ασφάλειας αυτό. Μα άμα θέλαμε να πορευτούμε κυνηγώντας την ασφάλεια, θα κάναμε αυτά που κάναμε; Θα έκανε ο Παύλος το Αφού Λοιπόν Ξεχάστηκα…; Και τον αναφέρω ξανά αυτόν τον δίσκο γιατί είναι μάλλον ο αγαπημένος μου. Ή θα έκανε τα πιο ambient; Ποιος σου εξασφαλίζει ότι θα έχεις τον κόσμο μαζί σου όταν ξεκινάς ένα καινούριο ήχο; Όπως όταν έκανα εγώ δίσκο με τον Βελιώτη. Ή τους Επισκέπτες. Ή όταν βγήκαμε να παίξουμε ως τρίο με κιθάρα, μπαγλαμά, φωνή. Τότε η ιδέα ήταν να παίζουμε σε 300 άτομα. Το πράγμα όμως φούντωνε και τελικά δεν ήταν 300 τα άτομα. Όμως η ιδέα δεν ήταν να πάμε να παίξουμε μπροστά σε χιλιάδες κόσμου με κιθάρα και μπαγλαμά. Ήταν να πάμε να κάνουμε αυτό που θέλουμε και ό,τι θέλει ας γίνει. Έτσι κάνουμε και εγώ και ο Παύλος και νομίζω ότι έτσι κάναμε από τότε που υπήρχαν και οι Τρύπες και τα Σπαθιά. Γιατί και τότε δεν μπαίναμε στο στούντιο για να επαναλάβουμε μία συνταγή ενός επιτυχημένου δίσκου. Κάναμε πάντα αυτό που γουστάραμε. Υπερασπιζόμασταν κάτι άλλο, όχι την επιτυχία. Οι κινήσεις μας οι ίδιες αποδεικνύουν ότι δεν είχαμε ποτέ το άγχος να αποδειχτούμε αντάξιοι κάποιον συγκεκριμένων προσδοκιών από τον κόσμο.
ΠΠ: Αν θυμάσαι, η Τροφή Για Τα Θηρία έμοιαζε αυτοκτονική κίνηση τότε για τα Σπαθιά, γιατί στην ουσία αλλάξαμε όλο τον ήχο μας. Φυσικά το πληρώσαμε αυτό στην αρχή με κάποιο τρόπο. Όμως αισθανόμουν ότι μπορεί να έγινε κάπως μικρότερο το ακροατήριο, αλλά ήταν πιο μαζί μας, ότι οι άνθρωποι που έρχονταν πια στις συναυλίες ζούσαν μαζί μας πιο σωστά αυτό που θέλαμε κι εμείς να κάνουμε. Μας ακολουθούσαν στο ψάξιμό μας.
ΓΑ: Εν κατακλείδι, από πιτσιρίκια ακολουθούσαμε τις δημιουργικές εντάσεις μας και όποτε συνέβαινε να έχουμε επιτυχία το χαιρόμασταν, αλλά δεν ήταν ποτέ η κινητήρια δύναμη. Δεν ήταν ποτέ το ζητούμενο. Τώρα λοιπόν θέλουμε να κάνουμε αυτές τις συναυλίες μαζί. Ποιος ξέρει τι θα κάνουμε αύριο; Δεν υπάρχουν σχέδια.
ΠΠ: Μα κι αυτό που κάνουμε τώρα σαν παιχνίδι ξεκίνησε. Στην αρχή είπαμε να είμαστε και οι δύο μπάντες κάπου την ίδια βραδιά. Μετά κάναμε μια αφίσα. Μετά σκεφτήκαμε, δεν παίζουμε ο καθένας μας και από ένα τραγούδι του άλλου; Μετά σκεφτήκαμε γιατί ένα και όχι τρία, τέσσερα ή πέντε; Έγινε δηλαδή με μία φυσικότητα όλο αυτό, όχι με σχεδιασμό.
ΓΑ: Ο κόσμος λοιπόν μπορεί να κρατήσει την ιστορικότητα. Εμείς κρατάμε τη χαρά. Δεν υπάρχει τίποτα σχεδιασμένο για μετά. Αν κι εγώ ήδη έχω αρχίσει και σκέφτομαι μήπως κάνουμε ένα τραγούδι μαζί…
ΠΠ: Τώρα μου το λέει… Γι’ αυτό σου λέω, δεν σχεδιάζουμε τίποτα. Μόνο χαιρόμαστε.

Τώρα που φτάσαμε ως εδώ, μπορεί να μου πει ο καθένας σας και ποιο είναι το πιο αγαπημένο του τραγούδι του άλλου;

ΓΑ: Είναι τόσο πολλά τα τραγούδια του Παύλου που μου αρέσουν πολύ. Δε μπορώ να διαλέξω ένα αγαπημένο μου. Μπορώ όμως να διαλέξω έναν ολόκληρο δίσκο, και δεν είναι των Σπαθιών. Είναι το Αφού Λοιπόν Ξεχάστηκα… Νομίζω ότι είναι ένας δίσκος που δεν έχει προσεχτεί πολύ. Ίσως να φταίει και λίγο ο Παύλος…
ΠΠ: Δεν τον υποστήριξα πολύ.
ΓΑ: Είναι σαν να τον έκανε και να τον ξέχασε. Τέλος πάντων, μικρή σημασία έχουν τώρα αυτά.
ΠΠ: Εγώ θα διαλέξω το Πότε Θα Φτάσουμε Εδώ που έκανε με τον Βελιώτη ο Γιάννης. Είναι σίγουρα ο πιο αγαπημένος μου δίσκος των τελευταίων 20 χρόνων. Μπορεί και παραπάνω. Τον θεωρώ πραγματικά σημαντικό δίσκο. Μπορώ να μιλάω με τις ώρες γι’ αυτόν.  Και νιώθω ότι ο κόσμος δεν έχει εισπράξει αυτό που υπάρχει εκεί μέσα.
ΓΑ: Αυτό τώρα σηκώνει μια άλλη κουβέντα. Που έχει να κάνει με το αν και πώς ο κόσμος ακούει δίσκους πια, ολοκληρωμένους. Έχει χαθεί αυτή η μαγεία. Τώρα μόνο ψάχνεις τραγούδια στο Youtube…
ΠΠ: …ενώ παράλληλα ψάχνεις τι καιρό θα κάνει αύριο.
ΓΑ: Αυτό δυστυχώς πάει περίπατο. Αλλά εμείς οφείλουμε να συνεχίσουμε να κάνουμε δίσκους γιατί αυτή είναι η τρέλα μας. Και αυτό θα κάνουμε.

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΓΙΑΝΝΗ ΑΓΓΕΛΑΚΑ

"Δεν ξέρω αν έχει ελπίδες μια νωθρή ανθρωπότητα"
18.01.2017 Συνέντευξη στη Φωτεινή Λαμπρίδη πηγή Στο Κόκκινο


Πόσο ήσυχα είναι τελικά τα νέα σου τραγούδια;

Όποιος με ξέρει καταλαβαίνει την ειρωνεία στον τίτλο.

Όσο περνάει ο καιρός προχωράς σε μια λιτότητα σε σχέση με τον λόγο

Εγώ προχωράω, δεν σκέφτομαι πως. Αν τελικά το αποτέλεσμα δείχνει ότι πάω προς τα εκεί, έτσι θα είναι.

Γράφεις συστηματικά ποιήματα;

Δεν ξέρω αν είναι ακριβώς ποιήματα. Είναι ένα ημερολόγιο σκέψεων καταστάσεων. Η ζωή κυλάει, όλοι με κάτι τα βάζουμε κάτι πολεμάμε. σημειώνω σκέψεις, ιδέες. Απομονώνομαι κάποιες στιγμές και τα αφήνω να βγουν. Δεν γράφτηκαν για να γίνουν βιβλίο. Κάθε που κάνω δίσκο το ημερολόγιο έχει καινούριες σελίδες. Όσα από αυτά που έγραψα θεωρώ ότι μπορεί να αφορούν και άλλους τα δημοσιεύω.

Το βιβλίο ανοίγει με τη  φράση του Γέρασιμου Λυκιαρδόπουλου “Η ανθρωπιά άοπλη συντρίβεται , ένοπλη αυτοαναιρείται”. Αυτό είναι που σε απασχολεί αυτή την περίοδο;

Η περίπτωση του Λυκιαρδόπουλου  είναι άγνωστη στην Ελλάδα πράγμα συνηθισμένο. Είναι ποιητής ανθρωπολόγος,  εξωακαδημαϊκός , περιθωριακός ουσιαστικά,  ο οποίος όμως έχει ένα εκτόπισμα που αναγνωρίζεται και από τους ακαδημαϊκούς. Έχει γράψει δεκαετίες τώρα αναλύσεις και είχα την τύχη να τον γνωρίσω τα τελευταία χρόνια. Αυτή η φράση συνοψίζει τις σκέψεις μου την τελευταία περίοδο όντως.

Η ανθρωπιά τι θέση έχει στην εποχή μας; Γίνεται πολύς λόγος για τον κανιβαλισμό που επικρατεί.

Κι εγώ το βλέπω. Νόμιζα πως στις δύσκολες εποχές το φυσικό είναι πως οι άνθρωποι θα έκαναν ενδοσκόπηση, θα αναρωτιόντουσαν που την πάτησαν, τι έτρεχε με τους πολιτικούς όλα αυτά τα χρόνια, με τους εαυτούς τους με το κυνήγι της ύλης και την ψευδαίσθηση ότι η ευτυχία έρχεται μέσα από τα υλικά αγαθά. πίστευα πως η εποχή θα λειτουργούσε σαν ξυπνητήρι. Έγινε το αντίθετο. Ελευθερώσαμε το πληγωμένο κτήνος μέσα μας και βλέπω έναν κόσμο που προτιμά την τυφλότητα και ακόμα συζητάει ποιος είναι ο επόμενος πολιτικός που θα τον σώσει από τον προηγούμενο. Δημιουργείται μια κατάσταση όλοι ενάντιων όλων. Κινδυνεύουμε από τους πρόσφυγες αλλά όχι από τη βλακεία που μας έφερε ως εδώ.

Αναφέρεσαι συχνά στη βλακεία και τη νεοελληνική ανοησία. Πως την αντιμετωπίζεις;

Ένας τρόπος να αντιμετωπίσεις τη βλακεία είναι να δεις τη βλακεία μέσα σου γιατί καθένας έχει μια ευθύνη. Αλλά ποιος θέλει να κοιταχτεί στον καθρέφτη; Σε όλους μας αρέσουν τα ψέματα. Κανείς δεν θέλει να πετάξει την κουρτίνα να δει τι γίνεται στην πραγματικότητά μας. Αφού λοιπόν αγαπάμε τον ψεύτη μέσα μας ας τον τραγουδήσουμε κιόλας. Γι’αυτό έγραψα τον ψεύτη.

Μόνο ο ψεύτης μέσα μου γλυκαίνει την καρδιά μου
αυτός μου δίνει δύναμη και τρέχω στη δουλειά μου
Μόνο ο ψεύτης μέσα μου γιατρεύει το μυαλό μου
αυτός με υπερασπίζεται και θέλει το καλό μου
Να μεγαλώσουν να γενούν ψεύτες και τα παιδιά μου


Το να κάνει κανείς τέχνη είναι ένας τρόπος να στέκεται απέναντι στον καθρέφτη;

Δεν υπάρχει άλλος τρόπος. Τέχνη τι είναι; Ας πούμε ότι είναι ένας τρόπος να ξεγυμνωθούμε απέναντι στους εαυτούς μας και αυτό να δώσει δύναμη, να εμπνεύσει και τους άλλους να ξεγυμνωθούν κι αυτοί.

Πως θέλεις να επιδρούν τα τραγούδια σου στους άλλους;

Με αυτόν τον τρόπο που περιέγραψα. Να βοηθούν να ξεγυμνωθούμε, να αναρωτιόμαστε πόσο φταίμε εμείς , να αναλαμβάνουμε την ευθύνη της πτώσης μας, να αναγνωρίζουμε τις πληγές.

Έχεις πει ότι δεν αγαπάς την καταγγελτική τέχνη. Τα τραγούδια σου μπορεί να μην καταγγέλλουν άμεσα ,  σχολιάζουν όμως τις πληγές και της εποχής. Ο Νεάντερνταλ είναι για παράδειγμα  μια προσωπογραφία ενός νεοφασίστα και έχεις ακόμα κι ένα κείμενο για τον Παύλο Φύσσα. Σε φοβίζει η άνοδος του νεοφασισμού;

Ποιον φυσιολογικό ποιον λογικό άνθρωπο δεν τον φοβίζει; Ο Νεάτερνταλ είναι ένα απλοϊκό τραγουδάκι που κάνει πλάκα με τους ολοφάνερα φασίστες που έκαναν σημαία το μίσος.

Τον έβαλες στο ρεφρέν να απευθύνεται με τη μαμά του. Να λέει “Μαμά είμαι αήττητος”

Πιστεύω ότι υπάρχει ένα θέμα εκεί με τη μαμά.

Θέλει να αποδείξει κάτι δηλαδή;  Είναι ψυχολογικό το θέμα ή πολιτικό;

Είναι το θέμα του πληγωμένου θηρίου. Είναι ένα σύμπλεγμα που σου δημιουργεί κόμπλεξ ανωτερότητες. Δεν θέλει να δει τις πληγές του και αν υπάρχουν φταίνε όλοι οι άλλοι εκτός από αυτόν. Ο Πακιστανός, ο άστεγος.... Έχουμε τρελαθεί τελείως δηλαδή. Μιλάμε για αλληλεγγύη και δεν το εννοούμε, απομακρυνόμαστε από την έννοια του ανθρώπινου.

Το γεγονός ότι ο φασισμός απλώνεται στην Ευρώπη σε ανησυχεί;

Πολύ. Και προσπαθώ να απαντήσω δημιουργικά. Αν επικρατήσουν όλοι αυτοί οι τύποι όλοι εμείς που μιλάμε για ανθρωπιά δεν θα ξέρουμε που να κρυφτούμε.


Συνηθίζεις να απομονώνεσαι να γράφεις κρατάς όμως δημιουργικές φίλιες χρόνια, όπως η σχέση με τον Γιώργο Χριστιανάκη στον οποίο αφιερώνεις τον δίσκο. Τι σε κινητοποιεί να γράφεις ;

Δεν ξέρω Φωτεινή. Τι μας κινητοποιεί; Ίσως κάποιο έλλειμμα που υπάρχει μέσα μας. Η προσπάθεια να υπερβώ τους φόβους μου, τα κόμπλεξ μου... Το κυνήγι της αυτογνωσίας. Σαν ένα κρεμμύδι που το ξεφλουδίζεις και βρίσκεις κι άλλα κάθε φορά. Είναι μια περιπέτεια που δεν τελειώνει η αυτογνωσία μαζί με την αγωνία για το που πάμε όλοι μαζί.

Τα τραγούδια του Τσιτσάνη έχεις πει ότι είναι μέσα στα πρώτα σου ακούσματα. Γι’αυτό επιστρέφεις σε αυτόν;

Η Συννεφιασμένη Κυριακή ήταν ένα από τα τραγούδια που με συνοδεύει από τα παιδικά μου χρόνια. Εκεί το ακούγαμε , στη λαϊκή Νεάπολη με τις μονοκατοικίες . Ένας κόσμος που εξαφανίστηκε. Ρωτούσα τον πάτερα μου “μα τι είναι αυτό που ακούμε;”. Τόσο πολύ μου άρεσε.

Έχεις σκεφτεί να σκύψεις περισσότερο σε αυτά τα τραγούδια; Το έχεις κάνει αποσπασματικά και με τον Βελιώτη και με άλλους.

Ναι. Σκεφτόμαστε με τον Βελιώτη να κάνουμε έναν δίσκο με τα τραγούδια των άλλων που αγαπήσαμε . Κάνουμε πρόβες και παράλληλα το συζητάμε. Τραγούδια που θαυμάζουμε γιατί έχουν μια δυναμική που ξεπερνάει τον χρόνο  και ιστορικά και κοινωνικά . Μπορώ να φανταστώ πως το 3000 θα υπάρχουν πιτσιρικάδες να παίζουν τα ρεμπέτικα.

Από που προκύπτει η δύναμη αυτών των τραγουδιών;

Ποιος ξέρει; Κάτι γίνεται κάποιες εποχές και κάποια μυαλά γεννάνε. Και η εποχή μας είναι τέτοια εποχή που θα μπορούσε να γεννήσει πράγματα αλλά είμαστε πιο νωθροί σήμερα, πιο αδιάφοροι. Σε τέτοιες δύσκολες εποχές μεγαλούργησαν.

Τώρα που μίλησες για τη νωθρότητα της εποχής θυμήθηκα κάτι που είχες πει σε παλαιότερη συνέντευξη “Πώς να βολευτείς σε έναν καναπέ στη μέση του ωκεανού” . Τί είναι για σένα βόλεμα και πόσο το φοβάσαι;

Δεν το φοβάμαι και το πολεμάω. Ο τρόπος που κινούμαι και με τις Τρύπες και μετά νομίζω το φανερώνει. Ένιωθα ότι είχα την ευλογία να ζήσω από τη μουσική αλλά δεν ήθελα να τη χρησιμοποιήσω και καλυτερέψω υλικά τη ζωή μου ή να επιβληθώ. Με ενδιέφερε η περιπέτειά της. Κυρίως θύμωνα με τους ανθρώπους που χρησιμοποιούσαν τη μουσική για να προβάλλουν το εγώ τους. Εκεί βλέπεις μουσική χωρίς ψυχή και έμπνευση που χαμηλώνουν το αισθητικό κριτήριο. Αλλά αισθητική είναι ιδεολογία. Ένας άνθρωπος με χαμηλά κριτήρια στην αισθητική χειραγωγείται και πιο εύκολα. Αυτό στην εποχή της δήθεν ευημερίας η αισθητική έπεσε χαμηλά και με τη βοήθεια των καναλιών και βλέπεις τώρα έναν κόσμο να μην ξέρει που να πάει, έναν κόσμο που δυσκολεύεται να βρει την ορθή σκέψη.

Γράφεις “Οι ενοχές είναι το κομπολόι  του τεμπέλη”. Έχεις ενοχές;

Όλοι έχουμε ενοχές. Γράφοντας τέτοια δίστιχα προσπαθώ να μην ησυχάσω μέσα στις ενοχές μου ή τέλος πάντων να μη λειτουργήσουν ανασταλτικά στην εξέλιξή μου.

Μου έκανε επίσης εντύπωση ότι το ποίημα “Χόρευε Ζορμπά” διαδέχεται την Έκθεση των οπλικών συστημάτων. Είναι σαν να φωτίζεις την αντίθεση από τον θάνατο στη ζωή . Είναι τυχαία η σειρά;

Χαίρομαι που το παρατηρείς γιατί δεν ξέρω αν οι άνθρωποι αντιλαμβάνονται πάντα την εσωτερική συνέχεια των κειμένων. Όχι δεν είναι τίποτα τυχαίο, ούτε η σειρά των ποιημάτων. Τα έβαλα με τρόπο που λειτουργούν και σε μένα σαν αναγνώστης. Δεν μπορώ να στο αναλύσω περισσότερο

Διαβάζοντας την Έκθεση Οπλικών Συστημάτων αναρωτήθηκα ξανά τι θα μπορούσε να σταματήσει την ανθρωπότητα να αναπαράγει τον εχθρικό εαυτό της.

Δεν ξέρω τι δυνατότητες υπάρχουν. Η τυπική απάντηση είναι , να φροντίσουμε να μπαίνουμε πιο βαθιά στον εαυτό μας να βλέπουμε πού είναι οι σκιές και τα τέρατα.
Όπως είπαμε πριν όμως , άνθρωποι χωρίς αισθητική και με απενεργοποιημένα ένστικτα φτάνουν στη νωθρότητα. Οπότε δεν ξέρω τι πιθανότητες έχει μια νωθρή ανθρωπότητα να εξελιχθεί. Είναι μεγάλη κουβέντα αυτή. Αν είχα τις λύσεις θα γινόμουν πολιτικός.

Οι πολιτικοί έχουν λύσεις;

Όχι αλλά αν είχα λύσεις θα τις πρότεινα στον κόσμο. Οι πολιτικοί δεν ξέρω τι είναι. Προσπαθούν να καλυτερέψουν τη ζωή των ανθρώπων; Δε νομίζω, άλλα πράγματα τους κινούν.

Λες στο τραγούδι Ποτέ.... “Κανείς δεν θα ξεφύγει από τα δίχτυα του αιώνιου φονιά”. Αναρωτιέμαι αν μιλάς για τον χρόνο.

Μπορείς να συνεχίσεις να αναρωτιέσαι (γέλια). Σίγουρα μιλάει και για τον χρόνο.

Σε απασχολεί ; Και με ποιον τρόπο;

Μεγαλώνουμε εντάξει. Έχω μπει σε ηλικίες που σιγά σιγά θα ολοκληρωθεί και ο δημιουργικός και ο βιολογικός μου κύκλος. Ο στίχος αυτός βγήκε από τέτοιες ανησυχίες. Αυτό που με ενδιαφέρει πιο πολύ είναι τα δημιουργικά μου σχέδια να ολοκληρώνονται, αλλά δεν είμαι και αγχωμένος. Ότι προλάβω θα κάνω

Τι σημαίνει ευτυχία ή πληρότητα για σένα;

Δεν με ενδιαφέρει από την άποψη μιας ευτυχούς συγκυρίας μέσα από την οποία θα απολαύσω μία εύκολη ζωή. Βρίσκω την ευτυχία μέσα από τους κόπους της. Μου αρέσει να κοπιάζω για να φτιάξω κόσμους και να συντονιστώ με τους κόσμους των άλλων.

Που ζεις περισσότερο;

Με βρίσκεις στην Κρήτη αλλά ζω και στη Θεσσαλονίκη.

Που είσαι περισσότερο ο εαυτός σου;

Η πιο γλυκιά πατρίδα είναι η καρδιά που έλεγε και ο Ρασούλης. Όπου έχω ανθρώπους και περνάω δημιουργικά.

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΓΙΑΝΝΗ ΚΟΤΣΙΡΑ

Δεν βλέπω λύση μέσα από την Ευρώπη, δεν φοβάμαι τη ρήξη

14/6/2015 ΕΘΝΟΣ.gr
Πέρασαν κιόλας δύο δεκαετίες από τότε που η φωνή και τα τραγούδια του Γιάννη Κότσιρα μπήκαν στη ζωή μας.
Στο χρονικό αυτό διάστημα κατάφερε να εξελιχθεί σε έναν από τους σημαντικότερους ερμηνευτές της γενιάς του, συνεχίζοντας, με πάθος και αγάπη, να εξερευνά τα προσωπικά καλλιτεχνικά του όρια. Σημαντικές στιγμές της αξιόλογης αυτής μουσικής διαδρομής θα απολαύσουν όσοι βρεθούν στη μεγάλη συναυλία που θα δώσει ο ερμηνευτής στις 21 Ιουνίου, στο Ηρώδειο, με τίτλο «O,τι θυμάσαι δεν πεθαίνει».
Επειτα από είκοσι χρόνια τι έχει αλλάξει και τι έχει μείνει ίδιο σε σας;
Εχει αλλάξει πολύ ο τρόπος που αντιμετωπίζω τη σχέση τη δική μου με τη μουσική, αλλά ταυτοχρόνως έχει παραμείνει ίδια η προσωπική μου σχέση με τη μουσική. Δηλαδή η αγάπη μου και το ρομαντικό στοιχείο με βάση το οποίο αντιμετωπίζω αυτό τον χώρο είναι σταθερό. Αυτό που έχει αλλάξει είναι το πώς διαχειρίζομαι πλέον την προτεραιότητα. Δεν ζω μόνο για τη μουσική.


Οταν ξεκινούσατε τη διαδρομή σας στο τραγούδι, φανταζόσασταν πώς θα είναι τόσο μακρά και τόσο επιτυχημένη;
Δεν σκεφτόμουν καν την εξέλιξη. Οταν μπήκα στη μουσική δεν μπήκα με στόχο να κάνω επιτυχίες και να έχω διάρκεια. Αυτά ήρθαν από μόνα τους μέσα από κάποιες επιλογές που επίσης έγιναν συμπτωματικά. Είναι αυτές οι ενστικτώδεις επιλογές που οδήγησαν στο σήμερα. Τα υπόλοιπα καθορίστηκαν από την τύχη και από τον κόσμο.
Ποιοι είναι για σας οι σημαντικότεροι σταθμοί αυτού του μουσικού ταξιδιού;
Κατ' αρχάς το ξεκίνημα. Τα συγκεκριμένα τραγούδια της Ρεμπούτσικα, του Καλατζόπουλου και του Δαβαράκη είναι η καλύτερη βάση που θα μπορούσα να έχω. Γιατί εκτός από την ποιότητά τους ήταν αρκετά μπροστά από την εποχή τους και γι' αυτό με συνοδεύουν όλα αυτά τα χρόνια. Στην πορεία είχα πολύ μεγάλες συνεργασίες με συνθέτες, με τον Θεοδωράκη, τον Μικρούτσικο, τον Μαρκόπουλο, τον Πλέσσα. Ηταν επίσης η στιγμή των Ολυμπιακών Αγώνων, το Αξιον Εστί, ο Σταυρός του Νότου. Αυτές είναι οι μεγαλύτερες στιγμές που έχω ζήσει. Δισκογραφικά, το μόνο που θα μπορούσα να ξεχωρίσω είναι η στιγμή του «Live» του 2002, η οποία άνοιξε την γκάμα των ακροατών των τραγουδιών μου, καθώς φανερώθηκε η λαϊκή μου πλευρά, που μέχρι τότε δεν ήταν γνωστή.


Υστερα από όλα αυτά υπάρχουν καλλιτεχνικά απωθημένα;
Αυτό που θέλω να κάνω από δω και πέρα είναι να βοηθήσω στην αναθεώρηση του λαϊκού τραγουδιού στην Ελλάδα. Εχουμε μπερδέψει λίγο το τι σημαίνει λαϊκό τραγούδι. Για μένα λαϊκό τραγούδι είναι αυτό το οποίο είναι καθαρό και αγνό από τις προθέσεις του μέχρι τον σκοπό του. Κι αυτό το τραγούδι έχει ξεχαστεί εδώ και πολλά χρόνια. Το ακούμε περιστασιακά, όμως χρειάζεται άνοιγμα. Δεν μπορούμε να ακούμε ντίσκο-ποπ τραγούδια ντυμένα με μπουζούκι και να θεωρούμε ότι είναι λαϊκά. Και δυστυχώς αυτά τα τραγούδια καταλαμβάνουν ακόμη ένα μεγάλο κομμάτι του ραδιοφώνου και της τηλεόρασης.
Λάθη κάνατε κι αν ξεκινούσατε από την αρχή θα τα επαναλαμβάνατε;
Εχω κάνει λάθη, αλλά νομίζω ότι, καλλιτεχνικά, τα πιο χρήσιμα είναι τα λάθη και όχι τα σωστά. Για παράδειγμα, θεωρώ ότι κάποια στιγμή, σε κάποιον δίσκο μου, δεν ήμουν απόλυτα αφοσιωμένος στην επιλογή των τραγουδιών. Σε άλλη περίοδο είχα πιεστεί χρονικά από την εταιρεία μου για να βγάλω δίσκο. Αν όμως ξεκινούσα από την αρχή θα ήθελα πραγματικά να τα ξανακάνω αυτά τα λάθη για να ξαναθυμηθώ για ποιον λόγο δεν πρέπει να τα επαναλάβω.
Ποιο είναι το βασικό κέρδος που έχετε αποκομίσει αυτά τα είκοσι χρόνια; Επιτυχία, συνεργασίες, φιλίες, χρήματα;
Είναι δύο πράγματα: ένα πολύ σπουδαίο ρεπερτόριο, το οποίο όταν θα αποσυρθώ θα μείνει πίσω και θα είμαι περήφανος γι' αυτό, και οι ανθρώπινες σχέσεις. Αυτά είναι τα μόνα που μένουν από αυτήν τη δουλειά.

Η οικονομική κρίση σάς έχει αλλάξει, σας έχει προσγειώσει;
Με έχει απελευθερώσει η οικονομική κρίση. Και ιδιαίτερα η κρίση των δισκογραφικών εταιρειών από τις οποίες ασκούνταν αυτές οι πιέσεις της εμπορικότητας πάνω στον καλλιτέχνη. Τώρα πλέον δεν έχω το άγχος του σουξέ και του χρονοδιαγράμματος. Σαφώς με κουράζει η οικονομική δυσχέρεια που αντιμετωπίζουμε όλοι. Ας μην ξεχνάμε ότι ο κόσμος για να μπορέσει να έρθει πλέον σε μια συναυλία ή να αγοράσει έναν δίσκο θα πρέπει να διαθέσει χρήματα από το υστέρημά του. Ομως στη βάση της έμπνευσής μου και της δημιουργίας μου η κρίση όχι μόνο δεν με έχει επηρεάσει αρνητικά, αντιθέτως μου δίνει τροφή.
Τι μέλλον οραματίζεστε για την Ελλάδα και τα παιδιά της;
Είμαι ένας άνθρωπος εντελώς αντιευρωπαϊστής, τουλάχιστον με τη μορφή που έχει πάρει η Ευρώπη. Για μένα η σχέση μας με την Ευρώπη είναι σχέση δουλική, σχέση οικονομικής εξάρτησης. Και πιστεύω πως όσοι άνθρωποι είναι εξαρτημένοι, είναι δυστυχισμένοι. Δεν μπορώ, λοιπόν, να δω λύση μέσα από την Ευρώπη. Και επίσης δεν φοβάμαι καθόλου τη ρήξη. Γιατί μπορεί εγώ να δυσκολευτώ, αλλά οι άνθρωποι που ταλαιπωρούνται σκληρά τα τελευταία χρόνια δεν θα χάσουν τίποτα, δεν θα ζουν χειρότερα απ' ό,τι ζουν σήμερα.

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ Θ.ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ (ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ 2015)

«Η Ελλάδα είναι ίσως η μοναδική χώρα όπου δεν υπήρξε κάθαρση και όπου και μετά τον πόλεμο συνέχισαν να κυβερνούν οι δωσίλογοι και οι μαυραγορίτες»,«Είναι, λοιπόν, μια υποτυπώδης δικαίωση να βλέπεις παιδιά ή εγγόνια ανταρτών να έχουν χριστεί κυβερνήτες»."Μην εναποθέτεις σε καμιά κυβέρνηση τις βαθύτερες αγωνίες σου για έναν καλύτερο κόσμο. Ο ουσιαστικός αγώνας γίνεται χωρίς διαμεσολαβητές". Μια διαφορετική συνέντευξη, με έναν δημιουργό που εξακολουθεί να είναι σε πλήρη εγρήγορση και δηλώνει: "...Όπως έστρωσες κοιμήσου κι ό,τι σπείρεις θα θερίσεις...". Ευτυχώς που υπάρχει κι ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου και γλιτώσαμε τον ψυχαναλυτή, αποφανθήκαμε κάτι φίλοι χθες το απόγευμα. Κι ας το πάρει πάνω του κι ας είναι ο αυτοσαρκασμός ελιξίριο του εγωισμού.


* Από την «Αγία Νοσταλγία» σε "πρόσκληση δείπνου" και μάλιστα "κυανίου". Από εκεί μέχρι εδώ, πόσα χιλιόμετρα έγραψες; 
Μέσα στην άψη της δημιουργίας, ούτε που κατάλαβα πώς πέρασαν τα χρόνια. Εξελίχθηκα; Στιχουργικά, σίγουρα ναι. Έφυγε η αγαρμποσύνη της ανωριμότητας και τη θέση της πήρε, σιγά-σιγά, η λιτή προσέγγιση των πραγμάτων, των θαυμάτων και των τραυμάτων. Μουσικά, θα χρειαστεί κι άλλος χρόνος για να μπορέσω να κάνω αξιόπιστη σύγκριση. Ίσως, πλέον, να χρησιμοποιώ τη μουσική περισσότερο ως Δούρειο Ίππο για να «περάσουν» τα λόγια.


* Έχουν περάσει κιόλας 100 ημέρες διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ. Πώς βλέπεις το δεδομένο ότι στις Σκουριές το εργοστάσιο τρώει ακόμη το δάσος; 
Θες να χαλάσουμε τις καρδιές μας τώρα; Μην εναποθέτεις σε καμιά κυβέρνηση τις βαθύτερες αγωνίες σου για έναν καλύτερο κόσμο. Ο ουσιαστικός αγώνας γίνεται χωρίς διαμεσολαβητές.
* «Πρώτη φορά Αριστερά». Σου λέει κάτι; 
Κάτι μου λέει. Όχι όσο περίμενα, βέβαια. Ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος δημιούργησε πληγές που, σε όλες σχεδόν τις χώρες, έκλεισαν με μια μορφή κάθαρσης. Η Ελλάδα είναι ίσως η μοναδική χώρα όπου δεν υπήρξε κάθαρση, όπου και μετά τον πόλεμο συνέχισαν να κυβερνούν οι δωσίλογοι και οι μαυραγορίτες. Αυτό το τεράστιο βάρος το κουβαλούσε για χρόνια η συλλογική μνήμη. Είναι, λοιπόν, μια υποτυπώδης δικαίωση να βλέπεις παιδιά ή εγγόνια ανταρτών να έχουν χριστεί κυβερνήτες. Είναι λίγο σαν την «εκδίκηση της γυφτιάς».
* Εξακολουθείς να απολαμβάνεις την επαρχία;
Έχει τα καλά της, έχει και τ' άσχημα. Στα καλά δεν θ' αναφερθώ, για να μη σας κάνω να ζηλέψετε. Θα σταθώ σε ένα πράγμα που με ξενερώνει και μ' εξοργίζει. Αντίθετα απ' ό,τι πίστευα, οι περισσότεροι της υπαίθρου δεν δίνουν δεκάρα για το φυσικό περιβάλλον. Ξεφορτώνονται τα σκουπίδια τους όπου νά 'ναι, χρησιμοποιούν πληθώρα φυτοφαρμάκων στις καλλιέργειες, απομυζούν τα υπόγεια νερά... Πολλοί από αυτούς είναι και ανύποπτοι για τη ζημιά που προκαλούν. Η παιδεία δεν κατάφερε να ξεκλειδώσει την ευαισθησία.


* Απ' ό,τι ξέρω, φέτος, για πρώτη φορά, πήγες στο εξωτερικό, και τελείωσες τις εμφανίσεις σου με το «Πού πας, ρε Καραμήτρο». Νιώθεις ξένος μόνο εκεί ή και εδώ;
Έδωσα αυτό τον τίτλο στη μικρή περιοδεία στην Ευρώπη στο πλαίσιο του αυτοσαρκασμού που με διακρίνει. Ο οποίος αυτοσαρκασμός, αν δεν το γνωρίζεις, είναι το ελιξίριο του εγωισμού. Αφορούσε τις διάφορες ανεπάρκειές μου, όσον αφορά τη σκηνική παρουσία, τη φωνητική αδυναμία κ.λπ. Η αλήθεια είναι πως δεν ένιωσα και τόσο ξένος εκεί. Ήταν παρόμοιο το κλίμα, όπως και στην Ελλάδα. Η αίσθηση, πάντως, του να νιώθεις ξένος όπου κι αν είσαι, είναι ευθέως ανάλογη της ματαιότητας που σε κατατρέχει.
* Τα τραγούδια σου φαίνεται να χτίζουν συνειδήσεις. Το αντιλαμβάνεσαι ως αποστολή;
Το έχω ξαναπεί: Όσο πιο ανεύθυνος αισθάνεται κάποιος δημιουργός, τόσο πιο αληθινή τέχνη μπορεί να παράξει. Καμιά σκέψη, καμιά προσδοκία δεν θέλω να με φρενάρει.
* Τα τραγούδια σου τα ζεις ή τα γράφεις μόνο;
Άλλα τα ζω και ύστερα τα γράφω κι άλλα τα γράφω και ύστερα τα ζω.
* Μερικοί σε αντιμετωπίζουν ως σύμβολο. Φοβάσαι μήπως σε απορροφήσει το σύστημα;
Δεν νομίζω να ισχύει αυτό που λες. Τα τραγούδια και τις μουσικές τα φτιάχνω για μένα. Για να κρατηθώ όρθιος μες στη ζωή. Για να περάσω όσο πιο καλά μπορώ. Δεν είμαι τίποτε άλλο παρά ένας καλοπερασάκιας.
* Πήγες στην ΕΡΤ και τραγούδησες για τον αγώνα των εργαζομένων. Πώς σου φάνηκε το νέο Δ.Σ. με Λάμπη Ταγματάρχη και Διονύση Τσακνή;
Δεν έχω παρακολουθήσει το θέμα. Η πορεία θα δείξει. Κι εδώ, όμως, θέλω να πω ότι, αν θέλει κάποιος πραγματικά ελεύθερη ραδιοφωνία, δεν θα τη βρει σε κανέναν κρατικό σταθμό, πόσο μάλλον στους ιδιωτικούς σταθμούς-μπρελόκ των πλούσιων και των λαμογιών. Όσοι νιώθουν την ανάγκη να εκφραστούν ελεύθερα, ας κάνουν πειρατικούς σταθμούς, όπως παλιά.
* Πού τοποθετείς τον εαυτό σου, πολιτικά και κοινωνικά;
Μου βάζεις δύσκολα. Οι απόψεις μου είναι ένα συνονθύλευμα σκέψεων, ένας ιδεολογικός αχταρμάς, που, το μόνο στοιχείο που τα ενώνει είναι μια αίσθηση δικαίου που φαίνεται να υπάρχει μέσα μου. Λειτουργώ κάθε φορά αντανακλαστικά και όχι με βάση κάποιες παγιωμένες πεποιθήσεις. Και, εντέλει, ακολουθώ και στη ζωή το ίδιο σύστημα που εφαρμόζω και στη μουσική δημιουργία: Το φυλακούριο σύστημα «Τα τρία Ου». Δηλαδή, κουτουρού.
          ΣΥΝΑΥΛΙΕΣ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ 2015
Δευτέρα 8 Ιουνίου - Πάτρα, Παλιά Σφαγεία
Τρίτη 16 Ιουνίου - Λάρισα, Κηποθέατρο Αλκαζάρ
Σάββατο 27 Ιουνίου - Ηγουμενίτσα, Δρέπανο
Δευτέρα 29 Ιουνίου - Θεσσαλονίκη, Θέατρο Δάσους

Παρασκευή 10 Ιουλίου - Αρβανίτσα, Μουσικό Φεστιβάλ Δάσους
Παρασκευή 31 Ιουλίου - Ηράκλειο, Αγ. Παρασκιές
Σάββατο 1 Αυγούστου - Χανιά, Σούγια
Τετάρτη 5 Αυγούστου - Χαλκίδα
Σάββατο 8 Αυγούστου - Πρέβεζα, Γοργόμυλος
Κυριακή 9 Αυγούστου - Καρπενήσι
Δευτέρα 10 Αυγούστου - Πελασγία, Παραλία Αγ. Γεωργίου
Σάββατο 15 Αυγούστου - Καρδίτσα, Ρεντίνα
Κυριακή 23 Αυγούστου - Κύπρος, Λευκωσία
Δευτέρα 31 Αυγούστου - Ελευσίνα, Αισχύλεια
Τετάρτη 23 Σεπτεμβρίου - Βύρωνας

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ Γ.ΑΓΓΕΛΑΚΑ (ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ)

Αν ξαφνικά νομίζουμε ότι όλα τα θέματά μας είναι ένας ωραίος τάφος, μια χαρά είμαστε! Αλλά, πραγματικά, δεν καταλαβαίνω γιατί έχει γίνει η Αμφίπολη reality!
* Κανένας δεν βρέθηκε να απαιτήσει μια καλύτερη Δημοκρατία, μια αληθινή Δημοκρατία. Γιατί αυτό που ζούμε τα τελευταία χρόνια είναι μια γελοιότητα.
* Κάθε λαός έχει τους πολιτικούς -και τους καλλιτέχνες- που του αξίζουν! Όμως, δεν νομίζω ότι του ελληνικού λαού τού άξιζε όλη αυτή η ξεφτίλα.
Της Ιωάννας Κλεφτογιάννη από την Ελευθεροτυπία.
«Μια χαρά Δικτατορία είμαστε! Ποδόσφαιρο, «Να η ευκαιρία» και… σιωπή! λέει ο Γιάννης Αγγελάκας στην «Ελευθεροτυπία», που αύριο βράδυ εμφανίζεται στο θέατρο Βράχων, στο Βύρωνα, έχοντας στις αποσκευές του όχι μόνο τις ροκ μουσικές του, που ξυπνάνε νεκρό, και το ρεμπέτικο, που αγάπησε με πάθος, ειδικά τα τελευταία χρόνια. Θα παρουσιάσει και μέρος απ” τη δουλειά που έχει κάνει σκύβοντας στην εγχώρια μουσική παράδοση, για την οποία έχει φτάσει στο σημείο να πιστεύει ότι «σαν να υπήρχε στο DNA μου. Ήταν, δηλαδή, σα να χρωστούσα κάτι σ” αυτήν τη μουσική».
- Πέρσι τέτοια εποχή, λίγο μετά το φόνο του Παύλου Φύσσα, κλείσατε τη συναυλία σας στο Βύρωνα με τη φράση «Να προσέχουμε το φασίστα που κρύβουμε μέσα μας». Ο κόσμος απογοητεύτηκε, θυμάμαι, η φόρτιση ήταν μεγάλη, περίμενε να πείτε κάτι πιο οργισμένο. Πέρασε κιόλας ένας χρόνος απ” τη δολοφονία. Βλέπετε να έχει αλλάξει κάτι;
«Τι να “χει αλλάξει; Τίποτα δεν άλλαξε. Ενα χρόνο μετά, υπάρχει ακόμα ένα 8-10% έτοιμο να ψηφίσει αυτούς που σκοτώνουν παιδιά και βαράνε ξένους. Ντρέπομαι που ένα τόσο μεγάλο μέρος του πληθυσμού μας συμφωνεί με όλη αυτή την εγκληματική βλακεία. Αυτό που είχα πει και προκάλεσε αντιδράσεις -μου γράφανε στο twitter «δηλαδή, αν μας την πέφτουν οι φασίστες, εμείς θα κάνουμε διαλογισμό;»- δεν ήταν μια σκέψη της στιγμής. Πιστεύω ότι ο φασισμός είναι μια δύναμη στην κοινωνία που υπήρχε και απλώς βρήκε την ευκαιρία να εκφραστεί. Μίλησα για έναν πνευματικό αγώνα κατά του σκοταδιού που έχουμε μέσα μας και του σκοταδιού που γεννιέται συγκεκριμένες εποχές στην κοινωνία. Πάντα σε εποχές κρίσης οι ακροδεξιοί ήταν η λύση, το φρένο στο να προχωρήσει μια κοινωνία είτε σε πιο φιλελεύθερα είτε σε αριστερά μοτίβα. Οποτε ο καπιταλισμός ήταν σε κρίση αμολούσε τα ακροδεξιά σκυλιά».
- Το προχώρημά μας προς μοτίβα αριστερά προϋποθέτει προσκυνήματα στο Αγιον Ορος;
«Δεν πιστεύω σ” αυτή την Αριστερά, όπως δεν πιστεύω στο ΚΚΕ. Κι οι δύο διατηρούν τα μαγαζάκια της αντιπολίτευσης και πασχίζουν να τα κρατήσουν ανοικτά. Οταν ξεκινούσε η κρίση, θεωρούσα ότι ήταν μια ευκαιρία να ξυπνήσουνε μερικά πράγματα μέσα μας, όπως η συλλογικότητα. Αντ” αυτού, ξύπνησε το τέρας τη Χρυσής Αυγής και η ανοησία της ψευτοαριστεράς, που πηγαίνει από εδώ κι από εκεί και τα βρίσκει με τους πάντες – απ” την Ευρώπη μέχρι την Εκκλησία. Και δυστυχώς, οι άνθρωποι ακόμα πιστεύουνε στα κόμματα κι ότι θα βρεθεί ο βοσκός που θα τα πάει σε ένα καλύτερο μέρος! Αλλά κανένας δεν αναλαμβάνει πραγματικά την ευθύνη τού τι θα κάνουμε όλοι μαζί».
- Η συλλογικότητα έχει πεθάνει;
«Δεν ξέρω αν έζησε ποτέ σε αυτή τη χώρα!»
- Την ώρα που ανακοινώθηκε ο ΕΝΦΙΑ εμφανίστηκε, πάντως, ως μάννα εξ ουρανού, η Αμφίπολη.
«Αν ξαφνικά νομίζουμε ότι όλα τα θέματά μας είναι ένας ωραίος τάφος, μια χαρά είμαστε! Αλλά, πραγματικά, δεν καταλαβαίνω γιατί έχει γίνει η Αμφίπολη reality!».
- Ακόμη κι ο πρωθυπουργός στην ομιλία του στη ΔΕΘ επικαλέστηκε τους καλούς οιωνούς που του γνέφουν απ” την Αμφίπολη! Σε ποιους απευθύνεται;
«Σε ηλίθιους! Αυτός ο τόπος ήταν πάντοτε -αλλά ειδικά σήμερα είναι ολοφάνερο!- ένα άντρο απατεώνων και ηλιθίων. Τίποτα άλλο. Και κάποιοι ευαίσθητοι πολίτες που κυκλοφορούν ανάμεσα σε αυτά τα δύο όρια νιώθουν αμήχανοι και μόνοι. Αγωνιούν, αλλά δεν ξέρουν από πού να πιαστούνε. Ομως αυτό συνέβαινε σε τούτη τη χώρα πάντα. Το ευαίσθητο και το πιο έξυπνο κομμάτι του πληθυσμού τρεπόταν σε φυγή. Ή έφευγε σε εξορίες ή πήγαινε μετανάστης, όπως τώρα τα καλύτερα παιδιά μας που φεύγουν έξω».

- Ακούσατε τις ομιλίες στη ΔΕΘ;
«Τις διάβασα στο Ιντερνετ. Και βλέπω την ιστορία να κάνει κύκλους. Κάποιος, εν μέσω κρίσης, υπόσχεται ότι θα μας τα δώσει όλα! Δεν νομίζω ότι είναι σοβαρά πράγματα αυτά. Λυπάμαι. Ακόμα και αν έχουν κάποια διάθεση να κάνουν καλό σε αυτό τον τόπο, δεν νομίζω ότι θα τους είναι εύκολο».
- Ο κόσμος έχει να πληρώσει τον ΕΝΦΙΑ;
«Πιστεύω, πέρα από τον ΕΝΦΙΑ, αρκετός κόσμος δεν έχει να βγάλει το μήνα – ακόμα και άνθρωποι που δουλεύουνε απ” το πρωί μέχρι το βράδυ αλλά για ξεφτιλομεροκάματα. Δεν μπορεί να συνεχιστεί αυτό το πράγμα. Εφτασε στον πάτο. Οι μάσκες έχουν πέσει. Μπορεί να βγάζει ο κόσμος την οργή του, αλλά κανένας δεν βρέθηκε να απαιτήσει μια καλύτερη Δημοκρατία, μια αληθινή Δημοκρατία. Γιατί αυτό που ζούμε τα τελευταία χρόνια είναι μια γελοιότητα».
- Πού βλέπετε μια προοπτική; Οι νεότερες γενιές τι πρέπει να κάνουν, σε τι μπορούν να ελπίζουν;
«Οι νεότερες γενιές πρέπει να δούνε πού την έχουν πατήσει οι προηγούμενες γενιές. Αλλά να το δουν πραγματικά. Να ξεβρακωθούμε κι εμείς μπροστά στα παιδιά, να δούνε πώς φτάσαμε στη σημερινή μικροπολιτική, στον κατακερματισμό και στην κρίση, όπου χτυπούσαν τη μια κάστα και το τάδε επάγγελμα και οι υπόλοιποι σωπαίνανε. Και σιγά σιγά ήρθε η σειρά όλων μας, αλλά πάλι κανένας δεν μίλησε. Και σήμερα όλοι είναι παραδομένοι και υπνωτισμένοι. Και απλά αγανακτήσαμε, αλλά δεν αποφασίσαμε ποτέ να κάνουμε κάτι για να πάει το πράγμα ένα βήμα μπροστά. Ηρθε όμως η ώρα καθένας μας να αναλάβει μια ευθύνη για όλα όσα δεν μπορεί πια να περιμένει ούτε από τους πολιτικούς ούτε από κανέναν. Γιατί αν εμείς, αν η ίδια η ψυχή μας ζητήσει καλύτερους πολιτικούς, θα βρεθούνε, θα υπάρξουνε. Απ” τη μια έχουμε τα ακροδεξιά τομάρια της Χρυσής Αυγής και από την άλλη τους ανίκανους δήθεν δεξιούς και δήθεν αριστερούς και όλο αυτό το καλαμπούρι. Θα μπορέσει να τα δει όλα αυτά η νέα γενιά και να κάνει το άλμα, το κβαντικό άλμα να πάει παραπέρα; Μπας και γίνουμε ποτέ χώρα; Γιατί τι είναι το ζητούμενό μας; Η Δημοκρατία και η Δικαιοσύνη, μερικά βασικά πράγματα για να μπορούμε να ζούμε ανθρώπινα διατηρώντας την αξιοπρέπειά μας».

- Κανείς δεν έχει τη διάθεση να εξεγερθεί, να επαναστατήσει.
«Δεν είναι θέμα εξέγερσης. Είναι θέμα σκέψης, θέμα αντίληψης. Να αλλάξουμε τη γωνία από όπου βλέπουμε τα πράγματα, γιατί μας έχουν θολώσει το τοπίο. Δεν ξέρουμε πραγματικά τι γίνεται και κυρίως δεν ξέρουμε τι μας ενώνει. Και το μόνο που συμβαίνει είναι να κυκλοφορούμε σαν νευρωτικοί και ο ένας εναντίον του άλλου. Αυτό είναι η λύση;»
- Ζήσαμε το παραμύθι της ευμάρειας απενοχοποιημένα. Ομως αυτό που υφίσταται ο ελληνικός λαός σήμερα το άξιζε;
«Κάθε λαός έχει τους πολιτικούς -και τους καλλιτέχνες- που του αξίζουν! Ομως, δεν νομίζω ότι του ελληνικού λαού του άξιζε όλη αυτή η ξεφτίλα. Κι η ιστορία δεν είναι να φορτώσουμε ενοχές τον κόσμο. Η ιστορία είναι να φορτώσουμε τον κόσμο καθαρότητα. Να μπορέσουμε να επικονωνήσουμε καθαρά και να δούμε πως είμαστε όλοι θύματα της ίδιας ιστορίας»
- Παρακολουθήσατε τον ντόρο που προκάλεσε ο αντιρατσιστικός νόμος;
«Στην Ελλάδα ανακαλύπτουμε έναν όρο όταν δεν υπάρχει πια καμιά ελπίδα να λειτουργήσει. Αν και, κατά βάθος, ακόμα και την εποχή της ευμάρειας ο Ελληνας ρατσιστής ήταν. Θυμάμαι τους Αλβανούς που δεν τους γουστάραμε καθόλου ενώ μας χτίζανε το οικονομικό μας θαύμα. Το mainstream, η κυρίαρχη τάση που δημιουργεί τα αισθητικά status πάντα ήταν ξενοφοβική και κρυπτορατσιστική».
- Η τέχνη, η μουσική, μια συναυλία τι μπορούν να πουν, να μεταδώσουν στο νευρωτικό, έτοιμο να αρπαχτεί, μιζεριασμένο μικροαστό;
«Δεν ξέρω τι μπορεί να πει η τέχνη. Εγώ έχω μια ιδιαίτερη σχέση με το κοινό γιατί ήδη από τα καλά χρόνια -σε εισαγωγικά- μέχρι τα κακά σημερινά χρόνια του οικονομικού ξεπεσμού είχαμε ιδιαίτερα ακροατήρια. Ανθρώπους που δεν τους ταΐζαμε μασημένη τροφή. Δεν παίξαμε ποτέ το παιχνίδι του mainstream».
- Πάντως, δεν καθαρίσαμε από ό,τι ξέρασε το lifestyle τα τελευταία χρόνια.
«Μα ποιος οδηγεί την αισθητική μας τόσο χαμηλά; Ποιος εκπέμπει όλη αυτή την αθλιότητα, τη δουλικότητα και την κακογουστιά; Εγώ ακούω ότι πηγαίνουν κατά χιλιάδες στην Πάολα, στον Παντελίδη και στον Ρέμο. Μια χαρά Δικτατορία είμαστε! Ποδόσφαιρο, «Να η ευκαιρία» και… σιωπή!»
- Πιστεύετε σε κάτι;
«Στην εξέλιξη. Αλλά τη βλέπω να πηγαίνει πάρα πολύ αργά. Παρ” όλα αυτά πιστεύω ότι όλα θα γίνουν καλύτερα μια μέρα. Οχι μόνο για τον τόπο μας. Και στον πλανήτη»

ΑΛΚΙΝΟΟΣ ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ Μήνυμα για όλους

Έρχεται η μέρα που η μάσκα τραβιέται βίαια. Η μέρα που το αληθινό μας πρόσωπο φανερώνεται, θέλουμε-δεν θέλουμε, αφτιασίδωτο και τρομακτικά αληθινό. Πρέπει να το κοιτάξουμε, είναι θέμα ζωής και θανάτου. Πρέπει να το ρωτήσουμε, να μας πει ποιοι είμαστε. Γιατί μόνο αυτό γνωρίζει.
Γυρνάμε απότομα, για να αντικρίσουμε μια τρύπα στον καθρέφτη. Πού απουσιάζει το πρόσωπό μας; Το ξεχάσαμε σε μικρά, ταπεινά, εγκαταλελειμμένα σπίτια, στη σκόνη χαμηλών, πλίνθινων ερειπίων, στους τάφους αγράμματων, ακατέργαστα σοφών παππούδων.
Εκεί αφήσαμε θαμμένες τις αληθινές καλημέρες, τη συγκίνηση των στίχων, την αλληλεγγύη των ανθρώπων και ότι πολύτιμο δεν μετριέται σε χρήμα. Έκτοτε, προχωρήσαμε στον «σύγχρονο κόσμο» απρόσωποι, γυμνοί, παλεύοντας να κρατήσουμε το νήμα της ύπαρξής μας άκοπο, μέσα σε εποχές δύσκολες, μέσα σε ένα τοπίο που δεν μας μοιάζει.
Γίναμε αρχοντοχωριάτες, επενδύοντας στα χειρότερα χαρακτηριστικά των δύο συνθετικών της λέξης. «Έχω γάμο», λέγαμε και στεκόμασταν καλοντυμένοι σε γκαζόν ξενοδοχείων, με φακελάκια στα χέρια, χωρίς αληθινή, από καρδιάς ευχή. «Και οι γάμοι μας, τα δροσερά στεφάνια και τα δάχτυλα, γίνουνται αινίγματα ανεξήγητα για την ψυχή μας». Ούτε αινίγματα, ούτε τίποτε. Όλα απαντημένα, όλα πεζά. Μεγάλα και άδεια.
Απομείναμε αναίσθητοι μπροστά στο ιερό, ζώντας ένα γυαλιστερό, αντιαισθητικό, άχαρο, ανέραστο, ανίερο, ξοδεμένο παρόν. Χωρίς μνήμη, χωρίς όνειρο, διαζευγμένοι από το είναι μας.
Τα καλύτερα παιδιά μας τα πουλήσαμε. Τα αφήσαμε να σπαταλούν τη ζωή τους σε λογιστικά βιβλία, σε γραφεία εταιρειών, σε άψυχους λογαριασμούς. Τα κάναμε σκλάβους με τίτλους διευθυντικού στελέχους. Τα ταΐσαμε χρήματα, τα σπουδάσαμε χρήματα, τα μάθαμε να σκέφτονται χρήματα, να υπηρετούν χρήματα, να ονειρεύονται χρήματα, να παντρεύονται χρήματα, να γεννάνε χρήματα, να είναι χρήματα. Μιλούν άπταιστα τα χειρότερα Αγγλικά (αυτά της δουλειάς) και άθλια τα καλύτερα Ελληνικά (τα Κυπριακά). Όταν τα χρήματα λείψουν, από πού θα κρατηθούν;
Αντικαταστήσαμε το γλέντι στην πλατεία του χωριού με το σκυλάδικο. Τον έρωτα με το στριπτιζάδικο. Τα αναγκαία για την επιβίωση, με ένα τζιπ γεμάτο άχρηστα ψώνια. Τον ελεύθερο χρόνο με την υπερωρία. Κάναμε το παιγνίδι των παιδιών υπερπαραγωγή, σε πάρτι γενεθλίων κατά παραγγελία. Ξεχάσαμε ποια είναι τα βασικά συστατικά της ύπαρξής μας, ως ατόμων και ως κοινωνίας, αντικαθιστώντας τα με ότι μάς γυάλισε στη βιτρίνα.
Γίναμε ότι μας έπεισε ο διαφημιστής, η τηλεόραση ή το περιοδικό να γίνουμε. Καταντήσαμε οπαδοί ομάδων, φανατικοί, με μαχαίρια και μίσος. Έφηβος, προτού σιχαθώ όλες τις ομάδες εξίσου, ήμουν με την Ομόνοια. Μια μέρα που έπαιζε με το ΑΠΟΕΛ, αρρώστησε ο τυμπανιστής των αντιπάλων. Ήρθαν στην άλλη κερκίδα και μου ζήτησαν να πάω στη δική τους, για να παίξω το τύμπανο. Πήγα ευχαρίστως.
Πέρασε ο καιρός, αλλάξαμε. Ξεχάσαμε. Χωριστήκαμε σε κόμματα και τα ψηφίσαμε τυφλά, διχαστήκαμε με τρόπο αταίριαστο στην ιστορία και την παράδοσή μας. Σε μια σταλιά τόπο, λέγαμε «οι άλλοι». Πήραμε τα χειρότερα χαρακτηριστικά της Ελλάδας και τα κάναμε αξιώματα.
Να πάει στο καλό τέτοιος εαυτός, να μην ξανάρθει. Καθόλου μην τον κλάψουμε, καθόλου μη μας λείψει. Στον αγύριστο!
Πέρασαν χρόνια. Το κορίτσι από τις Φιλιππίνες έκλαιγε κρυφά στο κρεβάτι του για το παιδί και τη μάνα που άφησε για να σερβίρει καφέ τον κύριο Πάμπο, που έγινε σερ, για να σιδερώνει τα ακριβά βρακιά της κυρίας Αντρούλλας, που έγινε μάνταμ. Η κοπέλα θα γυρίσει φτωχή στο Μπάγκιο Σίτι ή στη Μανίλα. Θα αγκαλιάσει τη μάνα της, θα φιλήσει το παιδί της. Εμείς, πού επιστρέφουμε;
Τι μένει όταν ο σερ και η μάνταμ, έκπληκτοι, χάνουν το αυτοκίνητο, την υπηρέτρια, το λούσο και το σπίτι τους; Τι κρατιέται αναλλοίωτο μέσα στον χρόνο, κάτω από την επιφάνεια που βουλιάζει; Πού ακριβώς βρίσκεται ανεξίτηλα χαραγμένος ο βαθύς Χαρακτήρας που μας επιτρέπει, όταν όλα αλλάζουν, να λέμε ακόμη «Εμείς»;
Μπορούμε σήμερα να αποφασίσουμε ξανά, ο καθένας για τον εαυτό του και όλοι μαζί, ποιοι είμαστε. Τι είναι σημαντικό και τι όχι. Τι αξίζει να προσπαθήσουμε μέχρι τέλους. Ποια λόγια αξίζει να πούμε προτού φύγουμε, πώς αξίζει να σταθούμε και απέναντι σε τι, προτού πεθάνουμε. Κι αυτό, μπορούμε να το κάνουμε, ακόμη και νηστικοί, άνεργοι και άστεγοι. Ήταν όμως αδύνατον να το κάνουμε χορτάτοι και υποταγμένοι, με έναν εαυτό-καταναλωτή, εξαρτημένο και ευχαριστημένο.
Μείναμε σε σκηνές, στο ύπαιθρο, για χρόνια. Χάσαμε για πάντα τα σπίτια, τα χωριά και τις ζωές μας. Περιμέναμε κάθε μέρα, για χρόνια, αγνοούμενους που δεν γύρισαν. Για δεκαετίες, ακούγαμε αεροπλάνο και στρέφαμε έντρομοι τα μάτια στον ουρανό. Χιαστί ταινίες στα παράθυρα, μη σπάσουν από τον βομβαρδισμό που μπορούσε ανά πάσα στιγμή να ξαναρχίσει.
Τα παιδιά που έβγαλαν το σχολείο διαβάζοντας με το κερί στα αντίσκηνα, χειμώνες στη σειρά, βρίζονταν στην Ελλάδα από τους Ελλαδίτες, γιατί τους έτρωγαν τις θέσεις στα πανεπιστήμια. Η Μεγάλη Μαμά τίποτα δεν κατάλαβε. Κι ακόμη δεν καταλαβαίνει. Γιατί, μπορεί η Κύπρος να είναι ελληνική, όμως, πόσο λίγο κυπριακή είναι η Ελλάδα! Πόσο λίγο ελληνική είναι η Ελλάδα!
Επιτρέψαμε στους μικρούς πολιτικούς ενός αδύναμου και απροστάτευτου τόπου, να συμπεριφέρονται σαν άρχοντες αυτοκρατορίας. Να υπηρετούν κόμματα και τσέπες, σαν να μην υπάρχει απειλή, κίνδυνος και γκρεμός, σαν να είναι αδύνατον από τη μια μέρα στην άλλη να γίνουμε μπουκιά στο στόμα κροκοδείλων. Είδαμε τα τρυφερά, αγνά χαμόγελα των παιδιών του Απελευθερωτικού Αγώνα να χρησιμοποιούνται από βάρβαρους, απαίδευτους «πατριώτες» με ξυρισμένα κεφάλια, φαλακρούς «απ’ έξω κι από μέσα». Ζήσαμε την αδικία, την απώλεια, την εγκατάλειψη. Τα ξέρουμε όλα, τα είδαμε όλα, τα ζήσαμε όλα. Τώρα θα φοβηθούμε;
Όταν κλαίγαμε το ’74, κλαίγαμε για τα σπίτια μας. Σήμερα θα κλάψουμε για τις επαύλεις μας; Τότε, κλαίγαμε για το χωριό μας. Θα κλάψουμε σήμερα για την τράπεζα; Τότε, για τους τάφους των γονιών μας. Σήμερα για τα χρέη μας; Τότε, για τις ζωές μας. Σήμερα για τις δουλειές μας; Δεν νομίζω…
Η κοινωνία μας, αυτή η διαλυμένη, πιέζοντας ασταμάτητα την όποια επίσημη πολιτική ηγεσία, αλλά και πέρα απ’ αυτήν, θα αναπτύξει μηχανισμούς στήριξης των ανέργων, θα φροντίσει τα παιδιά της. Όχι από ελεημοσύνη. Από αλληλεγγύη. Και με τη γνώση πως, αν ο διπλανός δεν ζει καλά, κανείς δεν ζει καλά. Γιατί, ότι ποτέ μας κράτησε σ’ αυτόν τον τόπο, ήταν ένας ιδιόμορφος, ποιητικός, παράλογα ωραίος κοινωνικός ιστός, που αυτοπροστατεύεται και που μας προστατεύει. Αυτός είναι που ανάγκασε τους βουλευτές να πουν, για μια έστω στιγμή, «Όχι».
Το «Όχι» της Κυπριακής Βουλής, είναι σημαντικότερο απ’ ότι κάποιοι χαιρέκακοι μπορούν να υποψιαστούν. Κι ας επιστρέψει η Βουλή εκλιπαρώντας τους Τροϊκανούς, κι ας πέσει στα γόνατα, κι ας τους γλύψει τα πόδια, μετά. Κι ας χάσουμε περισσότερα. Γιατί, για μια στιγμή έστω, έμοιασε η Δημοκρατία να έχει νόημα, ένα νόημα ξεχασμένο εδώ και δεκαετίες. Έμοιασαν, έστω και για μια στιγμή, οι εκπρόσωποι να εκπροσωπούν πράγματι.
Η στιγμή καταγράφεται και μένει, δημιουργώντας προηγούμενο, παρά την όποια κατάληξη. Και το γεγονός πως το προηγούμενο δημιουργήθηκε από μισή μερίδα τόπο, αγαπητοί λογικοί λογιστές, το κάνει ακόμη σημαντικότερο. Τίποτα «δικό σας» δεν θα μείνει ποτέ στην Ιστορία, να σηματοδοτεί, να καθορίζει, ή έστω να θυμίζει κάτι υπαρξιακά σημαντικό. Αφήστε μας να το χαρούμε. Δεν μας προσφέρονται συχνά τέτοιες χαρές.
Αυτό το «Όχι», φαίνεται να είχε και χειροπιαστά αποτελέσματα: Εκτός από τη δυνατότητα μη φορολόγησης των μικροκαταθετών, εκτός από το χρονικό περιθώριο που έδωσε για τη νομοθετική ρύθμιση του περιορισμού των συναλλαγών και τη δημιουργία Ταμείου Αλληλεγγύης, που μπορούν να παίξουν σημαντικά θετικό ρόλο στο μέλλον, έδωσε και τη δυνατότητα, έστω σπασμωδικά, έστω την τελευταία στιγμή, έστω με απογοητευτικό αποτέλεσμα, να μετρηθούν οι δυνάμεις και οι «φιλίες», τόσο της Κύπρου, όσο και της Ελλάδας.
Βοήθησε να καθαρίσει το τοπίο, να τελειώσουμε με ψευδαισθήσεις, να καταλάβουμε ξανά το πόσο μόνοι είμαστε, το πόση ευθύνη έχουμε. Θα ήμασταν αφελείς αν πιστεύαμε πως με ένα «Ναι» θα σώζαμε κάτι, ας πούμε τη Λαϊκή Τράπεζα ή την Κύπρου (αλήθεια, πόσο «δική μας» μπορεί να είναι μια τράπεζα;) και μαζί τις δουλειές, ή τους κόπους μιας ζωής που τους εμπιστευτήκαμε. Ξέρουμε καλά πως ότι έμεινε εκτεθειμένο (το γιατί είναι μια άλλη κουβέντα, που ελπίζω πως θα γίνει), ούτως ή άλλως, και με τα «Ναι» και με τα «Όχι», θα κατασπαραχθεί.
Δυστυχώς, δεν ήταν δυνατόν να υπάρχει “plan B”. Θα ήταν αδύνατον να έχει εκπονηθεί από ανθρώπους της γενιάς μου και της προηγούμενης, από ανθρώπους βουτηγμένους στην κατανάλωση, στο εφήμερο, στο συμφέρον, στο νεοπλουτισμό και στο τίποτε, μια πολιτική που να έχει βάθος και σοβαρότητα. Κι όμως, αυτοί οι άνθρωποι, χωρίς δικλίδες ασφαλείας, χωρίς λογική, είπαν ενστικτωδώς “Όχι”. Έστω και για μια στιγμή. Ένα “Όχι” καταστροφικό και λυτρωτικό μαζί, που εσείς, αγαπητοί Ελλαδίτες μνημονιακοί, πολιτικοί και δημοσιογράφοι, με πρόσχημα το καλό μας, δεν θα πείτε ποτέ. Θα προτιμήσετε να καταστραφούμε εξίσου, λέγοντας “Ναι”.
Οι Κύπριοι προσφυγοποιούμαστε ξανά στην ίδια μας την πατρίδα. Χάνουμε ξανά τη ζωή όπως τη χτίσαμε, όπως νομίζουμε πως τη διαλέξαμε, όπως νομίσαμε πως μας ανήκει. Και φοβόμαστε. Είναι ανθρώπινο. Όμως, τι πραγματικά φοβόμαστε; Ότι θα πεινάσουμε; Πεινάσαμε και παλιότερα. Ότι θα κρυώσουμε; Κρυώσαμε χρόνια. Ότι θα μείνουμε μόνοι; Πάντα μόνοι ήμασταν. Ότι θα πονέσουμε; Από πόνο άλλο τίποτε… Ότι θα μας κατακτήσουν; Πάντα κατακτημένοι υπήρξαμε.
Θα τα καταφέρουμε, το ξέρουμε καλά! Γιατί, τελικά, δεν φοβόμαστε τίποτε. Γιατί, τελικά, το μόνο που φοβόμαστε, είναι το υποχρεωτικό κοίταγμα στον καθρέφτη. Το μόνο που μας φοβίζει, είναι το μόνο που πραγματικά έχουμε: το αληθινό μας πρόσωπο. Ας το ξεθάψουμε, ας το θυμηθούμε, ας το κοιτάξουμε. Ενώ όλοι, φίλοι και εχθροί, μας αγριοκοιτάζουν, ενώ η μάσκα μας πέφτει νεκρή, αυτό θα μας χαμογελάσει.-

ΧΡΟΝΗΣ ΜΙΣΣΙΟΣ 'Η ζωή μας μιά φορά μας δίνεται'

"Η ζωή μας μια φορά μας δίνεται, άπαξ, που λένε, σαν μοναδική ευκαιρία. Τουλάχιστο μ’αυτήν την αυτόνομη μορφή της δεν πρόκειται να ξαναυπάρξουμε ποτέ.
Και μεις τι κάνουμε, ρε αντί να τη ζήσουμε;
Τι την κάνουμε; Τη σέρνουμε από δω και από κει δολοφονώντας την…

Οργανωμένη κοινωνία, οργανωμένες ανθρώπινες σχέσεις.

Μα αφού είναι οργανωμένες, πως είναι σχέσεις;

Σχέση σημαίνει συνάντηση, σημαίνει έκπληξη, σημαίνει γέννα συναισθήματος, πως να οργανώσεις τα συναισθήματα…

Έτσι, μ’ αυτήν την κωλοεφεύρεση που τη λένε ρολόι, σπρώχνουμε τις ώρες και τις μέρες σα να μας είναι βάρος και μας είναι βάρος, γιατί δε ζούμε, κατάλαβες;

Όλο κοιτάμε το ρολόι, να φύγει κι αυτή η ώρα, να φύγει κι αυτή η μέρα, να έρθει το αύριο και πάλι φτου κι απ’ την αρχή.

Χωρίσαμε τη μέρα σε πτώματα στιγμών, σε σκοτωμένες ώρες που θα τις θάβουμε μέσα μας, μέσα στις σπηλιές του είναι μας, στις σπηλιές όπου γεννιέται η ελευθερία της επιθυμίας, και τις μπαζώνουμε με όλων των ειδών τα σκατά και τα σκουπίδια που μας πασάρουν σαν “αξίες”, σαν “ηθική”, σαν “πολιτισμό”.

Κάναμε το σώμα μας ένα απέραντο νεκροταφείο δολοφονημένων επιθυμιών και προσδοκιών, αφήνουμε τα πιο σημαντικά, τα πιο ουσιαστικά πράγματα, όπως να παίξουμε και να χαρούμε μεταξύ μας, να παίξουμε και να χαρούμε με τα παιδιά και τα ζώα, με τα λουλούδια και τα δέντρα, να κάνουμε έρωτα, να απολαύσουμε τη φύση, τις ομορφιές του ανθρώπινου χεριού και του πνεύματος, να κατεβούμε τρυφερά μέσα μας, να γνωρίσουμε τον εαυτό μας και το διπλανό μας…

Όλα, όλα τα αφήνουμε για το αύριο που δεν θα ‘ρθει ποτέ…

Μόνο όταν ο θάνατος χτυπήσει κάποιο αγαπημένο μας πρόσωπο πονάμε, γιατί συνήθως σκεφτόμαστε πως θέλαμε να του πούμε τόσα σημαντικά πράγματα, όπως πόσο τον αγαπούσαμε, πόσο σημαντικός ήταν για εμάς… Όμως το αφήσαμε για αύριο…

Για να πάμε που;

Αφού ανατέλλει, δύει ο ήλιος και δεν πάμε πουθενά αλλού, παρά μόνο στο θάνατο και μεις οι μαλάκες, αντί να κλαίμε το δειλινό που χάθηκε άλλη μια μέρα απ’ τη ζωή μας, χαιρόμαστε.

Ξέρεις γιατί;

Γιατί η μέρα μας είναι φορτωμένη με οδύνη, αντί να είναι μια περιπέτεια, μια σύγκρουση με τα όρια της ελευθερίας μας.

Την καταντήσαμε έναν καθημερινό, χωρίς καμία ελπίδα ανάστασης, θάνατο, διότι αυτός είναι ο θάνατος. Ο άλλος, όταν γεράσουμε σε αρμονία και ελευθερία με τον εαυτό μας, όταν δηλαδή παραμείνουμε εμείς, δεν είναι θάνατος, είναι μετάβαση, είναι διάσπαση σε μύριες άλλες ζωές, στις οποίες, αν εδώ, σε τούτη τη μορφή ζωής είσαι ζωντανός, αν δεν δολοφονήσεις την ουσία σου, εκεί θα δώσεις χάρη και ομορφιά, όπως η Μαρία που φούνταρε προχθές απ’ την ταράτσα για να μην πεθάνει.

Ήρθανε να την πάρουν και η Μαρία είπε το όχι με τον πιο αμετάκλητο τρόπο. Πήγαμε στην κηδεία της και τι άκουσα τον παπά να λέει: “Χους ει και εις χουν απελεύσει”. Και τότε κατάλαβα πως η Μαρία σώθηκε. Του χρόνου, όλα τα στοιχεία της, που τα κράτησε ζωντανά σε τούτη τη μορφή ζωής, θα γίνουν πανσέδες, δέντρα, πουλιά, ποτάμια…”


Βιογραφία JIM MORRISON και η Ελληνική φράση στον τάφο του.

Ο Τζέημς «Τζιμ» Ντάγκλας Μόρισον (James "Jim" Douglas Morrison) (8 Δεκεμβρίου 1943 - 3 Ιουλίου1971) ήταν ένας Αμερικανός τραγουδιστής, τραγουδοποιός, συγγραφέας και ποιητής..
Γεννήθηκε στη Μελβούρνη της Φλόριντα και ήταν ο τραγουδιστής και στιχουργός του δημοφιλούς αμερικάνικου ροκ συγκροτήματος The Doors...
Θεωρείται ένας από τους πιο χαρισματικούς ερμηνευτές στην ιστορία της ροκ μουσικής. Έγραψε επίσης αρκετά βιβλία ποίησης, ένα μικρό ντοκιμαντέρ και δύο βίντεο κλιπ ("The Unknown Soldier" και "People are Strange").
Ο θάνατός του σε ηλικία 27 ετών στο Παρίσι της Γαλλίας κατέπληξε τους θαυμαστές του.
Οι περιστάσεις κάτω από τις οποίες πέθανε και ο μυστικός ενταφιασμός του έγιναν αφορμή για.....ατελείωτες φήμες και παίζουν σημαντικό ρόλο στο μυστήριο που εξακολουθεί να τον περιβάλλει.
Ο Τζιμ Μόρισον είχε σκωτσέζικη και ιρλανδική καταγωγή και ήταν γιος του ναυάρχου Τζωρτζ Στίβεν Μόρισον και της Κλάρα Κλαρκ Μόρισον, που γνωρίστηκαν το 1941 στη Χαβάη.
Ο Τζιμ Μόρισον γεννήθηκε 11 μήνες μετά, στη Μελβούρνη της Φλόριντα.
Το 1971, ο Μόρισον μετακόμισε σε ένα διαμέρισμα στο Παρίσι μαζί με την Πάμελα Κούρσον. Του άρεσε η αρχιτεκτονική της πόλης και έκανε μεγάλους περιπάτους εκεί, όμως λέγεται ότι τον είχε πιάσει κατάθλιψη και ήθελε να επιστρέψει στην Αμερική.
Στο Παρίσι έκανε και την τελευταία του ηχογράφηση σε στούντιο με δυο Αμερικανούς μουσικούς του δρόμου.
Ο Μάνζαρεκ απέρριψε αυτή την ηχογράφηση ως "ασυναρτησίες μεθυσμένων". Ένα τραγούδι από αυτήν, το "Orange County Suite" ακούγεται στο bootleg "Lost Paris Tapes".
Ο Μόρισον πέθανε στις 3 Ιουλίου του 1971 σε ηλικία 27 ετών. Η επίσημη εκδοχή είναι ότι η Κούρσον τον βρήκε νεκρό στη μπανιέρα. Δεν έγινε αυτοψία, γιατί ο γιατρός που τον εξέτασε είπε ότι δεν βρήκε στοιχεία εγκληματικής ενέργειας. Η απουσία αυτοψίας έδωσε λαβή για πολλές εικασίες σχετικά με την αιτία θανάτου.
Ο Ντάνυ Σάγκερμαν διηγείται ότι όταν η Κούρσον επέστρεψε στις ΗΠΑ, του είπε ότι ο Μόρισον είχε πεθάνει από υπερβολική δόση ηρωίνης, την οποία είχε εισπνεύσει νομίζοντας πως είναι κοκαΐνη.
Ο Σάγκερμαν σημειώνει ότι η Κούρσον έδινε διαφορετικές εκδοχές του θανάτου κατά καιρούς, τη μια λέγοντας ότι εκείνη τον είχε σκοτώσει και την άλλη ότι ο θάνατός του ήταν λάθος της.
Η ιστορία με την αθέλητη λήψη ηρωίνης υποστηρίζεται από τη διήγηση του Αλέν Ρονέ, που έκανε παρέα με το ζευγάρι στο Παρίσι.
Ο Ρονέ είχε γράψει ότι ο Μόρισον πέθανε από αιμορραγία αφού εισέπνευσε ηρωίνη της Κούρσον κι ότι εκείνη άθελά της αποκοιμήθηκε, αφήνοντάς τον να πεθάνει αντί να καλέσει για ιατρική βοήθεια.
Στον τάφο του υπάρχει η Ελληνική επιγραφή Κατά τον δαίμονα εαυτού.
Οι θεωρίες για το ποιος έχει γράψει την επιγραφή είναι πολλές: Ο Jim Morrison πριν δημιουργηθεί το συγκρότημα είχε πει: "Ή ΘΑ ΚΑΝΟΥΜΕ ΕΝΑΝ ΦΟΝΟ Ή ΘΑ ΔΗΜΙΟΥΡΓΗΣΟΥΜΕ ΜΙΑ ΘΡΗΣΚΕΙΑ…".
Τελικά τα κατάφεραν και στα δύο: πρώτον οι DOORS έγιναν θρησκεία και δεύτερον ο φόνος έγινε με τον θάνατό του. Ένα θάνατο που ο Morrison δεν φοβήθηκε ποτέ.
Τον μόνο φόβο που είχε ήταν ο ίδιος του ο εαυτός και η επιγραφή στον τάφο του γράφτηκε, λέγεται, κατά δική του παραγγελία μια και αγαπούσε όπως έλεγε την ελληνική φιλοσοφία.
Γι’ αυτό και στο τραγούδι του «The End» περιγράφει με έναν δικό του μοναδικό τρόπο που μόνο αυτός κατείχε, το Οιδιπόδειο σύμπλεγμα.
Η επιγραφή είναι "κανονική", δηλαδή όπως είναι γραμμένο το όνομα του, έτσι και από κάτω γράφει αυτό που προέγραψα...
Δεν είναι π.χ κάτι που έγραψε κάποιος τυχαία… Υπάρχουν πολλές τέτοιες τριγύρω στο χώρο αλλά με μαρκαδόρους κ.λ.π. Φαινόταν να είναι με τον ίδιο τύπο fonts όπως και το όνομά του.
Οπότε μάλλον γράφτηκε μαζί με την κατασκευή του τάφου.. άραγε ο ίδιος ο Jim το ζήτησε ή κάποιος δικός του;
Από ότι ξέρω ο πατέρας του τον είχε στο μάτι, δεν τον ήθελε… Ο Jim σίγουρα είχε μυηθεί σε κάποια "περίεργα" πράγματα αλλά υπάρχουν τόσα πολλά "περίεργα"… Γιατί να μπει η ελληνική επιγραφή εκεί όμως…;
Η λέξη “δαίμων” δεν έχει καμία σχέση όπως την ξέρουμε εμείς σήμερα (οι αρχαίοι Έλληνες δεν είχαν Διάβολο). “Δαίμων” ήταν αρχικά η θεότητα που μοίραζε, κατένειμε την μοίρα (δαίομαι = μοιράζω) και μετά ονομαζόταν οποιαδήποτε θεότητα στην οποία αποδίδονταν τιμές.
“Δαίμων εαυτού” ονομαζόταν η θεότητα-προστάτης που ζούσε μέσα σε κάθε άνθρωπο από τη γέννηση έως το θάνατό του και φρόντιζε για την προσωπική εξέλιξη κι ευημερία, κάτι σαν το αντίστοιχο σημερινό χριστιανικό “Φύλακας-άγγελος”, αποτελώντας κατά κάποιο τρόπο έναν “δίαυλο” μεταξύ του κόσμου των θνητών και του κόσμου των θεών.
“Πράττω κατά τον δαίμονα εαυτού” ουσιαστικά σημαίνει “πράττω σύμφωνα με αυτό που η συνείδησή μου θεωρεί σωστό”, αδιαφορώντας ίσως για το τι θα πουν οι άλλοι και είναι μια στάση ζωής που υιοθέτησαν και επιδοκίμασαν οι Στωικοί φιλόσοφοι.
Έτσι λοιπόν, η φράση “Κατά τον δαίμονα εαυτού” γράφτηκε από τους συγγενείς του Jim Morrison στον τάφο του, εννοώντας ότι ο τραγουδιστής των Doors έπραττε στη συντομη ζωή του πάντα σύμφωνα με ό,τι υπαγόρευε η συνείδησή του, ο “προσωπικός του θεός”, κι όχι σύμφωνα με τις επιταγές της κοινωνίας.